- πετρη-γενής
πετρη-γενής, ές, felsenentstammt, Marc. Sid. 38.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πετρη-γενής, ές, felsenentstammt, Marc. Sid. 38.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελιηγενής — μελιηγενής, ές (Α) αυτός που βλάστησε από το δέντρο μελία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελίᾱ «φλαμουριά» + γενής (< γένος), πρβλ. μοιρη γενής, πετρη γενής] … Dictionary of Greek