πετρ-ηρεφής

πετρ-ηρεφής

πετρ-ηρεφής, ές, mit Felsen, Steinen bedeckt, überwölbt, ἄντρα, Aesch. Prom. 300, wie Eur. Cycl. 82, vgl. Ion 1400.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κισσηρεφής — ές (Α κισσηρεφής, ές) ο καλυμμένος με κισσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + ηρεφής (< ἐρέφω «καλύπτω»), πρβλ. νυκτ ηρεφής, πετρ ηρεφής. Το η λόγω τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

  • νυκτηρεφής — νυκτηρεφής, ές (Α) 1. αυτός ο οποίος καλύπτεται από τη νύχτα, σκοτεινός 2. μτφ. λυπηρός («μένει δ ἀκοῡσαι τί μου μέριμνα νυκτηρεφές», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + ηρεφής (< ἐρέφω), πρβλ. πετρ ηρεφής. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση εν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”