- πετρό-κοιτος
πετρό-κοιτος, im Felsen liegend, schlafend, Simmias Ov.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πετρό-κοιτος, im Felsen liegend, schlafend, Simmias Ov.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορεσίκοιτος — ὀρεσίκοιτος, ον, αρσ. και ὀρεσικοίτης (Α) αυτός που κοιμάται στα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεσι (βλ. λ. όρος [II]) + κοίτος / κοίτης (< κοίτη), πρβλ. πετρό κοιτος, υλη κοίτης] … Dictionary of Greek