- ἐν-στροφαί
ἐν-στροφαί, αἱ, Ort zum Einkehren, Aristid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-στροφαί, αἱ, Ort zum Einkehren, Aristid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στροφαί — στροφή turning fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στροφαίου — στροφαί̱ου , στροφαῖος standing as porter at the door hinges masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στροφαίᾳ — στροφαί̱ᾱͅ , στροφαῖος standing as porter at the door hinges fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημηγόρος — δημηγόρος, ον (Α) 1. αυτός που ταιριάζει σε δημόσιο ρήτορα 2. φρ. α) «τιμαὶ δημηγόροι» οι τιμές που αποδίδονται στον αγορητή β) «στροφαὶ δημηγόροι» σοφιστικά τεχνάσματα 3. το αρσ. ως ουσ. ο δημηγόρος ο δημαγωγός αγορητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος +… … Dictionary of Greek
δύσκαμπτος — η, ο (AM δύσκαμπτος, ον) 1. αυτός που λυγίζει δύσκολα («δύσκαμπτος σίδηρος») 2. αυτός που δύσκολα προσαρμόζεται («δύσκαμπτος χαρακτήρας») 3. αυτός που δύσκολα καταβάλλεται («την δύσκαμπτον δύναμιν τοῡ ἵππου») αρχ. αυτός που δύσκολα παρακάμπτεται… … Dictionary of Greek
στροφή — Ημιορεινός οικισμός (364 κάτ., υψόμ. 300 μ.), στην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται στην κοινότητα Αρριανών. * * * η, ΝΜΑ 1. το να στρέφει κανείς κάτι ή το να στρέφεται ο ίδιος, αλλαγή μετώπου ή κατεύθυνσης («στροφή προς τα πίσω») 2.… … Dictionary of Greek