ἐμ-πορεύομαι

ἐμ-πορεύομαι

ἐμ-πορεύομαι, dep. pass., hineingehen, -reisen, marschiren; ξένην ἐπὶ γαῖαν Soph. O. R. 456; ποῖ δ' ἐμπορεύει, wo gehst du hin? El. 397; oft absolut, eine Reise machen, Epicharm. bei Ath. III, 91 c; εἰς ἰατρικήν, um die Heilkunde zu erlernen, Hippocr.; bes. χρηματισμοῦ χάριν, Plat. Legg. XII, 952 e; dah. übh. Handelsmann sein, Handel treiben, μήτε χρηματίζεσϑαι, μήτε ἐμπ. (Handel u. Wandel), 943 a, wie Thuc. 7, 13 u. A. (in dieser Bdtg von ἔμπορος abgeleitet, u. mit aor. med., vgl. Ath . III, 90 e u. Plat. Ep. unten); ὁ Φοίνιξ ἐνεπορεύετο Luc. Icaromen. 16. Auch = Waaren einführen, ἐμπορίαν ἐμπορευσάμενος Plat. Ep. II, 313 e; γλαῠκας Luc. Nigr. 1; ὠφελείας, Gewinn machen, Dion. Hal. 6, 86; a. Sp.; Ἀσπασία ἐνεπορεύετο πλήϑη γυναικῶν, machte damit Geschäfte, Ath. XIII, 569 f; dah. kaufmännisch handeln, betrügen, N. T Diese Bdtg hat auch das act. bei Pol. 38, 4, 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πορεύομαι — πορεύομαι, πορεύτηκα βλ. πίν. 18 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πορεύομαι — ΝΜΑ βλ. πορεύω …   Dictionary of Greek

  • πορεύομαι — πορεύτηκα, πορεμένος 1. βαδίζω, μεταβαίνω, οδεύω, οδοιπορώ. 2. πορίζομαι, εξοικονομώ τα απαραίτητα για τη ζωή: Πορευόμαστε μόνο με τη μικρή σύνταξη. – Και τα ορφανά πορεύονται κι η χήρα κυβερνιέται (δημ. τραγ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πορεύομαι — πορεύω make to go pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυχτοκοπώ — πορεύομαι, περιπλανιέμαι τη νύχτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πορεύομ' — πορεύομαι , πορεύω make to go pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορεύω — ΝΜΑ [πόρος] μέσ. πορεύομαι α) βαδίζω, οδοιπορώ, πηγαίνω κάπου («ὥστ ἐφ ἑνὸς πορεύονται σκέλους ἀσκωλίζοντες», Πλάτ.) β) πλέω διά θαλάσσης, ταξιδεύω (α. «βραδέως επορεύετο το σκάφος», Καλλιγ. β. «νέας τὰς ἀρίστας ἐπιλεξάμενος... ἐπορεύετο περὶ τὰ… …   Dictionary of Greek

  • υποπορεύομαι — Α [πορεύομαι] 1. πορεύομαι κρυφά («ἀκάτια διὰ τῶν βαρβαρικῶν τριηρῶν ὑποπορευόμενα», Πλούτ.) 2. πορεύομαι κάτω από κάτι («ὑποπορευόμενοι διὰ τῶν ὑπονόμων ἔλαθον ἐντὸς γενόμενοι τῆς ἄκρας», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • κάτειμι — (AM) έλκω την καταγωγή, κατάγομαι αρχ. 1. πορεύομαι προς τα κάτω, κατέρχομαι, κατεβαίνω (α. «ὁ μὲν ποταμόνδε κατήϊεν», Ομ. Οδ. β. «ἡ δ οὖν γυνὴ κάτεισιν εἰς Ἅιδου δόμους», Ευρ.) 2. καταπλέω τον Νείλο, ταξιδεύω («κατιέναι εἰς Ἀλεξάνδρειαν») 3.… …   Dictionary of Greek

  • μετανίσομαι — και μετανίσσομαι (Α) 1. πορεύομαι, μεταβαίνω σε άλλο μέρος («ἦμος δι ἠέλιος μετενίσσετο βουλυτόνδε», Ομ. Ιλ.) 2. εισέρχομαι, φθάνω 3. (για ποταμό) χύνομαι σε άλλον 4. (με αιτ.) ακολουθώ, διώκω κάποιον 5. απέρχομαι για αναζήτηση κάποιου, τρέχω από …   Dictionary of Greek

  • μεταπορεύομαι — (ΑΜ) [πορεύομαι] μεταβάλλω, αλλάζω αρχ. 1. πορεύομαι μετά από κάποιον, καταδιώκω κάποιον με εχθρικές διαθέσεις 2. εκδικούμαι κάποιον, τιμωρώ 3. ζητώ ή επιδιώκω να αποκτήσω κάτι, επιζητώ κάτι («οὐκ ἐτόλμα μεταπορεύεσθαι τὴν αὐτὴν ἀρχήν», Πολ.) 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”