- προς-ρύομαι
προς-ρύομαι (s. ῥύομαι), sich zu Einem, nach einem Orte hin retten, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-ρύομαι (s. ῥύομαι), sich zu Einem, nach einem Orte hin retten, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ρύομαι — (I) ῥύομαι ΝΜΑ (αποθ.) απαλλάσσω κάποιον από κίνδυνο, λυτρώνω, διασώζω (α. «ἀλλὰ ῥῡσαι ἡμᾱς ἀπὸ τοῡ πονηροῡ», ΚΔ β. «ῥῡσαι σεαυτὸν καὶ πόλιν, ῥῡσαι δ ἐμέ, ῥῡσαι δὲ πᾱν μίασμα τοῡ τεθνηκότος» λύτρωσε τον εαυτό σου και την πόλη, σώσε και εμένα,… … Dictionary of Greek
ερύω — (I) ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α) 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.) 2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» τόν… … Dictionary of Greek
ЕВАНГЕЛИЕ. ЧАСТЬ I — [греч. εὐαγγέλιον], весть о наступлении Царства Божия и спасении человеческого рода от греха и смерти, возвещенная Иисусом Христом и апостолами, ставшая основным содержанием проповеди христ. Церкви; книга, излагающая эту весть в форме… … Православная энциклопедия
προσερρύετο — προσερρύ̱ετο , πρός , ἐν ῥύομαι se sru imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) προσερρύ̱ετο , πρόσ ῥύομαι se sru imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσερρύει — προσερρύ̱ει , πρός , ἐν ῥύομαι se sru pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)