- ἐχέ-πικρος
ἐχέ-πικρος, Erkl. des vorigen Wortes, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐχέ-πικρος, Erkl. des vorigen Wortes, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εχεπευκής — ἐχεπευκής, ές (Α) 1. οξύς, διαπεραστικός, αιχμηρός («αὐτοῑσι βέλος ἐχεπευκὲς ἐφιείς βάλλ » έριχνε εναντίον τους αιχμηρά βέλη, Ομ. Ιλ.) 2. πικρός («σικύοιο ἐχεπευκέαν ῥίζαν», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθετο με α σύνθ. εχε * (< έχω I) και… … Dictionary of Greek
εχέπικρος — ἐχέπικρος, ον (Μ) (κατά τον Ευστ.) εχεπευκής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχε * (< έχω I) + πικρός] … Dictionary of Greek
περιπευκής — ές, Α (επικ. τ.) 1. αυτός που είναι υπερβολικά πικρός 2. ο εξαιρετικά οξύς, αιχμηρός, κοφτερός 3. μτφ. αυτός που είναι εξαιρετικά οδυνηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πευκής (< πεύκη), πρβλ. εχε πευκής] … Dictionary of Greek