- περί-λοιπος
περί-λοιπος, = περιλιπής, Thuc. 1, 74 u. Sp., wie Luc. Tox. 2 Plut. Pericl. 36.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περί-λοιπος, = περιλιπής, Thuc. 1, 74 u. Sp., wie Luc. Tox. 2 Plut. Pericl. 36.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… … Dictionary of Greek
ωρεσίλοιπος — ον, Α (ως προσωνυμία τού Βάκχου) αυτός που εγκαταλείπει τα όρη, τα βουνά. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. αντί *ὀρεσίλοιπος < ὀρεσι (βλ. λ. όρος [II]) + λοιπος (< λείπω), πρβλ. περί λοιπος] … Dictionary of Greek