- ἐσπουδασμένως
ἐσπουδασμένως (σπουδάζω), im Ernst, eifrig, Plat. Sis. 390 b; eilig, Hel. 1, 27.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐσπουδασμένως (σπουδάζω), im Ernst, eifrig, Plat. Sis. 390 b; eilig, Hel. 1, 27.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εσπουδασμένως — ἐσπουδασμένως (Α) 1. επίρρ. σπουδαία, σοβαρά 2. με ζήλο 3. γρήγορα, εσπευσμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εσπουδασμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού σπουδάζω] … Dictionary of Greek
ἐσπουδασμένως — seriously indeclform (adverb) σπουδάζω to be busy perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατραβιάζειν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐσπουδασμένως καὶ ἀσήμως λαλεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. λατραβιάζειν και λατραβίζω συνδέονται με το λατ. latrō, πιθ. με σημ. «γαβγίζω»] … Dictionary of Greek