- ἐσπευσμένως
ἐσπευσμένως (σπεύδω), beeilt, schnell, hastig, im Ggstz von ἀναβεβλημένως, D. Hal. de vi Dem. 54; Ios. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐσπευσμένως (σπεύδω), beeilt, schnell, hastig, im Ggstz von ἀναβεβλημένως, D. Hal. de vi Dem. 54; Ios. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐσπευσμένως — with eager haste indeclform (adverb) σπεύδω set going perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εσπευσμένως — (ΑΜ ἐσπευσμένως) επίρρ. εν τάχει, γρήγορα, βιαστικά νεοελλ. επιπόλαια, αμελέτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εσπευσμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού σπεύδω] … Dictionary of Greek
παραβιάζω — ΝΑ κάνω κάτι χρησιμοποιώντας βία, εισχωρώ κάπου με την βία ή ανοίγω κάτι χρησιμοποιώντας βίαια μέσα νεοελλ. 1. παραβαίνω νόμο, αθετώ συμφωνία 2. αναγκάζω κάποιον να βιαστεί πολύ, να ενεργήσει γρήγορα, να επισπεύσει κάτι 3. κάνω κάτι εσπευσμένως 4 … Dictionary of Greek