ἐρημία

ἐρημία

ἐρημία, , Einöde, einsamer Ort, Wüstenei, ἄβατος Aesch. Prom. 2; Eur. Cycl. 622; Σκυϑῶν Ar. Ach. 704 Lys. 788; Einsamkeit, Verlassenheit, Hülflosigkeit, ἐρημία με σμικρὸν τίϑησι Soph. O. C. 961; ἐρημίαν ἄγειν, ἔχειν, einsam, verlassen sein, Eur. Med. 50 Bacch. 609; ἐρημίᾳ δοῦναι, verwüsten, Tr. 95; vom Verwais'ten, Hülflosen, Is. 1, 3. 2, 12. 13; δι' ἐρημίαν ἄλλοις προςιόντες Thuc. 1, 71, vgl. 3, 67; νῆσος ἀτριβὴς πᾶσα ὑπ' ἐρημίας 4, 8; ἐν ἀνδρῶν ἐρημίᾳ, Mangel an Menschen, 6, 102, wie Plat. Legg. III, 694 e; νέων I, 635 a; φίλων Phaedr. 232 d, wie Xen. Mem. 2, 2, 14; λύχνων Ar. Av. 1484; ἡδομένα βροτῶν ἐρημίαις Eur. Bacch. 875; διὰ πενίαν καὶ ἐρημίαν τοῠ δεσπότου Plat. Rep. VI, 495 e; ποῖ κακῶν ἐρημίαν εὑρω μολών, Freiheit von Unglück, Eur. Herc. f. 1017; τῆς τῶν ἐναντιωσομένων ἐρημίας ἀπολαύων, sich die Abwesenheit der Gegner zu Nutze machend, Dem. 13, 19; – ἡ ἀπ' ἀλλήλων ἐρημία Ael. H. A. 1, 46, vgl. 6, 44.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐρημία — ἐρημίᾱ , ἐρημία a solitude fem nom/voc/acc dual ἐρημίᾱ , ἐρημία a solitude fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερημιά — και ερμιά και ερημία, η (AM ἐρημία) 1. έρημος, ακατοίκητος, απομακρυσμένος, απομονωμένος τόπος, η κατάσταση τού ακατοίκητου ανθρώπου ή τόπου 2. απομόνωση, εγκατάλειψη ανθρώπου, μοναξιά 3. έλλειψη, απουσία, ανυπαρξία («ερημία φίλων») αρχ. μσν.… …   Dictionary of Greek

  • ἐρημίᾳ — ἐρημίαι , ἐρημία a solitude fem nom/voc pl ἐρημίᾱͅ , ἐρημία a solitude fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερημιά — η 1. η κατάσταση του έρημου, του ακατοίκητου, του ήσυχου, του μόνου. 2. τόπος έρημος, ακατοίκητος. 3. μτφ., έλλειψη, απουσία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐρημιά — ἐρημιάς fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρημίας — ἐρημίᾱς , ἐρημία a solitude fem acc pl ἐρημίᾱς , ἐρημία a solitude fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρημίαι — ἐρημία a solitude fem nom/voc pl ἐρημίᾱͅ , ἐρημία a solitude fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρημίαν — ἐρημίᾱν , ἐρημία a solitude fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρημιῶν — ἐρημία a solitude fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρημίαις — ἐρημία a solitude fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρημίη — ἐρημία a solitude fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”