ἐργάζομαι

ἐργάζομαι

ἐργάζομαι, fut. ἐργάσομαι, aor. εἰργασάμην, perf. εἴργασμαι, act. u. pass.; εἰργάσϑην u. ἐργασϑήσομαι nur pass.; arbeiten, thätig sein, Il. 18, 469; σφίσιν ἐργάζεσϑαι ἀνάγκῃ Od. 14, 272, wie ἐργάζεσϑαι ἑωυτῷ πάντας Αἰγυπτίους, ihm, für ihn arbeiten, Her. 2, 124; im Ggstz von ἀργεῖν, Hes. O. 297. 307; παντὸς ἀνδρὸς ἐργαζομένου ἤνετο τὸ ἔργον Her. 8, 71; ϑέρους τὰ πολλὰ γυμνοὶ ἐργάζονται Plat. Rep. IL, 372 a; u. so einzeln bei Folgdn; sogar von Thieren, wie μέλισσαι Arist. H. A. 9, 40; βοῠς Soph. tr. 149; – auch c. dat. instrum., χαλκῷ δ' εἰργάζοντο Hes. O. 150. – Häufiger c. acc., verfertigen, verrichten, ἔργα, Arbeiten fertigen, Geschäfte betreiben, Il. 24, 733 Od. 20, 72. 22, 422; φίλα, ἐναίσιμα, 17, 321. 24, 210, u. so häufig bei Anderen; auch πρᾶγμα, Plat. Gorg. 519 c; αἰσχρά τε καὶ κακά Prot. 345 c; δεινὰ καὶ ἀσεβῆ Rep. III, 391 d; – ὅπλα, οἷσίν τε χρυσὸν εἰργάζετο, mit denen er das Gold bearbeitete, Od. 3, 435; sehr gew. γῆν, das Land bestellen, vom Ackerbauer, Her. 1, 17; Xen. Cyr. 5, 4, 24; γῆν καὶ ξύλα καὶ λίϑους Hell. 3, 3, 7; Plat. Rep. IV, 420 e; auch mit ausgelassenem acc., Thuc. 2, 72. 3, 50 u. A.; – ἐν τοῖς ἔργοις, in den Bergwerken, Dem. 42, 31; ἐν τῇ ἀγορᾷ, Handel treiben, 57, 31; wie οἱ ἐργαζόμενοι allein, Arist. oec. 2, 33, s. unten; – ϑάλασσαν, vom Schiffer u. Fischer, das Meer bearbeiten, auf dem Meere arbeiten, D. Hal. 3, 46; Plut. u. a. Sp.; – ξυμφυτεῦσαι τοὔργον, εἰργάσϑαι δέ Soph. O. R. 347; μήτε τὸ πρᾶγμα βουλεύσαντι, μήτε εἰργασαμένῳ Ant. 267; ἀγάλματα, ὕμνους, Pind. N. 5, 1 I. 5, 46; τέχνην, ἐπιστήμην, Handwerk, Kunst u. Wissenschaft betreiben, Plat. Rep. II, 374 a; μ ουσικὴν ποίει καὶ ἐργάζου Phaed. 60 e; vgl. Lys. 24, 6; Aesch. 1, 27 u. A.; εἰκόνας Plat. Crat. 431 c; καλλίους τὰς οἰκίας 429 a; so Thuc. u. A. oft; – erarbeiten, erwerben, χρήματα Her. 1, 24; τῷ σώματι 1, 93, von Hetären, wie Dem. 59, 20; auch ἀπὸ τοῦ σώματος, Pol. 12, 13, 2; ἀφ' ὥρας, Plut. Tim. 14 u. Ath. XIII, 572 f; übh. Unzucht treiben, Luc. adv. ind. 25; τὰ δειλὰ κέρδη πημονὰς ἐργάζεται Soph. Ant. 326, bringt Leid; ὅσον ἀργύριον εἴργασμαι ἐγώ Plat. Hipp. mai. 282 d u. öfter in diesem Gespräch; vgl. noch Ar. Equ. 840 τρίαιναν ᾗ πολλὰ χρήματ' ἐργάσει σείων τε καὶ ταράττων u. Dem. πειρῶμαι ναυτικοῖς ἐργάζεσϑαι, ich versuche im Seehandel Geschäfte zu machen, durch Seezinsen Geld zu verdienen, 33, 4; ἐν ἐμπορίῳ καὶ χρήμασιν ἐργαζομένοις ἀνϑρώποις 36, 44; τὰ ἐπιτήδεια 59, 39; auch absol., wie δημιουργῶν ἐργαζομένων 27, 20; βίον εἰργασάμην ἐκ τοῦ δικαίου, ich verdiente mir auf gerechte Weise meinen Lebensunterhalt, Andoc. 1. 144; τῶν ἐπὶ τέγους ἀπὸ τοῦ σώματος εἰργασμένων οὐδείς Pol. 12, 13, 2; – ζημίαν εἰργασμένος, der Strafe verwirkt hat, Is. 6, 20; – verarbeiten, vom Magen, die Speisen, καὶ πέττει τὴν τροφήν Arist. – Oft mit doppeltem acc., ἐργάζεσϑαί τινά τι, Einem Etwasanthun, bes. etwas Schlimmes, ἀνήκεστον κακὸν ἀλλήλους Isocr. 4, 172; οἷά μ' ἐργάσει κακά Soph. Phil. 775; οἷά μ' εἰργάσω, τί μ' εἴργασαι; 916. 1157; vgl. Ai. 109; εἴργασαι δέ μ' ἄσκοπα El. 1315; τὰς Μυκήνας οὐδὲν ἐργάσει κακόν Eur. Heracl. 806; πολλὰ ὑμᾶς καὶ κακὰ ὅδ' εἴργασται ἀνήρ Plat. Gorg. 521 e; Ar. Plut. 465; Her. 2, 26; Thuc. 1, 137 u. Sp.; – selten im guten Sinne, πλέω ἀγαϑὰ τὴν πατρίδα Her. 8, 79; πολλὰ δὴ καὶ καλὰ τὴν Ἑλλάδα εἰργάσαντο Plat. Phaedr. 244 b; τί πείσας μέγιστον ἀγαϑὸν ἐργάσαιτο ἂν τὴν πόλιν Legg. II, 664 a; τί ἀγαϑὸν ἐργάσει σαυτόν Crit. 53 a; τοὺς Λακεδαιμονίους ἀγαϑόν τι Thuc. 3, 52; τὴν πόλιν ἀγαϑόν τι τοσοῠτον ἐργάσασϑαι Andoc. 2, 10. Abweichend auch τινί τι, πολλοῖς γὰρ χἀτέροις αὔτ' εἰργάσω Ar. Vesp. 1350; ὦ τλῆμον, ὥς σοι δύςφορ' εἴργασται καλά, wie ist dir unerträglich Leid angethan worden, Eur. Hec. 1085. – Bei Sp. auch = zu Etwas machen, τὸν Πηνειὸν μέγαν Ael. V. H. 3, 1; τινὰ ὅλον ξηρόν Luc. d. mar. 10, 2, a. Sp. – Pass. steht das praes., D. Hal. 8, 87 σκεύη οἷς γῆ τ' ἐργάζεται; auch vielleicht Ar. Eccl. 148 τὸ χρῆμ' ἐργάζεται, die Sache wird betrieben, ist im Gange, Schol. ἀνύεται, wo Andere übersetzen: die Sache drängt, hat Eile. Oft das pers., λίϑοι εἰργασμένοι, behauene Steine, Thuc. 3, 91; τοὖργον εἰργάσϑαι δοκεῖ Aesch. Ag. 1319; ἐκ πέτρας εἰργασμένος Prom. 242; so auch ἐμοὶ ἔργ' ἐστὶ κρείσσον' ἀγχόνης εἰργασμένα Soph. O. R. 1374, vgl. 1369; auch das fut. ἐργασϑήσεται, Tr. 1208; τὰ πρόσϑεν εἰργασμένα Πέρσῃσι Her. 7, 53; κακὸν ἄρα μοι εἴργασται Plat. Prot. 340 d; ἡ γῆ ἡ εἰργασμένη Xen. Oec. 19, 8; ϑώρακας εὖ εἰργασμένους Mem. 3, 10, 9.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εργάζομαι — εργάζομαι, εργάστηκα βλ. πίν. 36 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἐργάζομαι — work pres ind mp 1st sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εργάζομαι — και εργάζω (AM ἐργάζομαι) 1. απασχολώ τις σωματικές και πνευματικές μου δυνάμεις στην παραγωγή έργου (α. «εργάζομαι σκληρά» β. «εργάζεται στα χωράφια» γ. «εργάζεται σ’ ένα πρόγραμμα οικονομικής συνεργασίας» δ. «εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδὲ… …   Dictionary of Greek

  • εργάζομαι — εργάστηκα 1. δουλεύω γενικά: Εργάζομαι όπου βρω εργασία. 2. ασκώ επάγγελμα, υπηρετώ κάπου: Εργάζομαι στην τράπεζα. 3. κάνω, εκτελώ την τακτική μου εργασία: Τα δημόσια γραφεία δεν εργάζονται σήμερα. 4. μτφ., λειτουργώ: Το πλυντήριο εργάζεται. 5.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εἰργασμένα — ἐργάζομαι work perf part mp neut nom/voc/acc pl εἰργασμένᾱ , ἐργάζομαι work perf part mp fem nom/voc/acc dual εἰργασμένᾱ , ἐργάζομαι work perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἴργασθε — ἐργάζομαι work plup ind mp 2nd pl ἐργάζομαι work perf imperat mp 2nd pl ἐργάζομαι work perf ind mp 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργασμένα — ἐργάζομαι work perf part mp neut nom/voc/acc pl (ionic) ἐργασμένᾱ , ἐργάζομαι work perf part mp fem nom/voc/acc dual (ionic) ἐργασμένᾱ , ἐργάζομαι work perf part mp fem nom/voc sg (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργάζεσθε — ἐργάζομαι work pres imperat mp 2nd pl (attic) ἐργάζομαι work pres ind mp 2nd pl (attic) ἐργάζομαι work imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰργασμέναι — ἐργάζομαι work perf part mp fem nom/voc pl εἰργασμένᾱͅ , ἐργάζομαι work perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰργασμένον — ἐργάζομαι work perf part mp masc acc sg ἐργάζομαι work perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰργασμένων — ἐργάζομαι work perf part mp fem gen pl ἐργάζομαι work perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”