ἐπί-θετος

ἐπί-θετος

ἐπί-θετος, zugesetzt, hinzugefügt; ἐπιστολή, der Einem mitgegeben wird, Lys. bei Harpocr.; φυλαί, D. Hal. 3, 70; ἐξουσία, angemaßt, Plut. Cleom. 10; Ggstz des Einheimischen u. Natürlichen, fremd, ἑορταί, später eingeführte, im Ggstz der πάτριαι, Isocr. 7, 29; vgl. B. A. 252; ταῦτ' ἐπίϑετα τῇ φύσει κακά Men. Stob. fl. 98, 8; ἐπίϑετα ἀγωνίσματα Plut. Symp. 5, 2; vom Brutus ἐπίϑετον ἑαυτοῦ κατεψεύσατο μωρίαν D. Hal. 4, 68, μωρία οὐκ ἀληϑινή, ἀλλ' ἐπίϑετος, verstellte, 70, öfter; τὰ μὲν ἐπίϑετα καὶ πόῤῥωϑεν Theophr.; – τὸ ἐπίϑετον, das Beiwort, Arist. rhet. 3, 2 u. A.; τῷ δὲ τρίτῳ ὀνόματι ὕστερον ἐχρήσατο πράξεώς τινος ἢ τύχης ἐπιϑέτῳ Plut. Coriol. 11; ἐξ ἐπιϑέτου, als Zusatz, Mar. 1. – Adv. ἐπιϑέτως, adjectivisch, ἐπιϑέτως τοῦ Νότου ἀργέστου λεγομένου Strab. 1, 2, 29.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευεπίθετος — εὐεπίθετος, ον (Α) αυτός εναντίον τού οποίου μπορεί κάποιος να επιτεθεί με ευκολία, ο ευπρόσβλητος («εὐεπίθετος ἡμῑν εἴη», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επί θετος (επι τίθημι)] …   Dictionary of Greek

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

  • θέτω — (Μ θέτω) 1. τοποθετώ 2. προτείνω, υποβάλλω («θέτω όρους») 3. βάζω κάποιον να ξαπλώσει, τόν βάζω στο κρεβάτι νεοελλ. 1. παραδέχομαι, θεωρώ («τό θέτω ως ζήτημα αρχής») 2. ιδρύω, καθιερώνω («θέτω βραβείο») 3. φρ. α) «θέτω σε ενέργεια» αρχίζω να… …   Dictionary of Greek

  • dhē-2 —     dhē 2     English meaning: to put, place     Deutsche Übersetzung: ‘setzen, stellen, legen”     Material: O.Ind. dádhüti, Av. daδüiti “ he places “, O.Pers. Impf. sg. adadü “ he has installed “, O.Ind. Aor.á dhü m “I placed”, Med. 3. sg.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • τρόφιμος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Έφεσο (Πράξεις α’ 39). Έδρασε ως ακόλουθος και συναγωνιστής του αποστόλου Παύλου (Β’ Προς Τιμόθεον δ’ 20) και διώχτηκε και κακοποιήθηκε μαζί με αυτόν. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο επί… …   Dictionary of Greek

  • Σωμερίτης — Επώνυμο οικογένειας από τη Ζάκυνθο, που είχε καταχωρηθεί το 1587 στο βιβλίο των ευγενών. Αξιολογότερα μέλη της ήταν οι επόμενοι: 1. Αντώνιος. Σπούδασε στην Ιταλία και ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Διετέλεσε εφέτης στα χρόνια της αγγλικής… …   Dictionary of Greek

  • υιός — ο / υἱός, ΝΜΑ, και άχρηστος τ. υἱεύς, και βοιωτ. τ. ὑειός, και λακων. τ. υἱύς, και ὑός, και ὑύς, και Fhιός και συνηρ. τ. ὕς, Α (λόγιος τ.) 1. το αρσενικό παιδί, ο γιος (α. «θετός υιός» β. «Ἕκτορ, υἱὲ Πριάμοιο», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) εκκλ. «ο υιός… …   Dictionary of Greek

  • Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… …   Dictionary of Greek

  • Νικάνωρ — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Φίλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου (4ος αι. π.Χ.). Όταν ο Αλέξανδρος εξαπέλυσε την εκστρατεία του στην Ασία, του ανέθεσε αρχικά τη διοίκηση της Αλεξάνδρειας και της περιοχής που ήταν πέρα από τον Ινδό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”