ἐπί-κωμος

ἐπί-κωμος

ἐπί-κωμος, zum fröhlichen Zuge der Schwärmenden gehörig, im lustigen Aufzug einherziehend, Alciphr. 1, 37; Plut. öfter; nach Hesych. ὁ ἐπᾴδων τῇ φίλῃ ἢ ἀπὸ οἴνου ᾄδων.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κώμος — Αρχαιοελληνική γιορτή με μουσική και χορούς. Πολλές φορές μετά τα συμπόσια οι καλεσμένοι έβγαιναν στους δρόμους με λαμπάδες και στεφάνια και έκαναν παρέλαση τραγουδώντας με τη συνοδεία μουσικής. Αργότερα, οργανώνονταν κ. για να τιμηθούν ορισμένοι …   Dictionary of Greek

  • σύγκωμος — ό, ἡ, Α αυτός που μετέχει σε κώμο* μαζί με άλλον («σύγκωμος Διονύσῳ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κωμος (< κῶμος «διασκέδαση, εορτή»), πρβλ. ἐπί κωμος] …   Dictionary of Greek

  • επίκωμος — ἐπίκωμος, ον (Α) 1. αυτός που μετέχει σε κώμο («εἰς οἰκίαν πενθοῡσαν ἐμβαλόντες ἐπίκωμοι μεθύοντες», Πλούτ.) 2. ο κωμαστής, αυτός που τραγουδάει για την αγαπημένη του μαζί με άλλους μετά από πιοτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κώμος «εύθυμη συντροφιά»] …   Dictionary of Greek

  • BACCHI Theatrum — cuius mentio in L. memorata Demostheni in Midiana, Ο῞τμν ἡ πομπἡ τῷ Διονύσῳ ἐν Πειραιεῖ καὶ ὁι Κωμῳδοὶ καὶ ἐπὶ Ληναίῳ πομπὴ καὶ ὁι Τραγῳδὸι καὶ ὁι Κωμῳδοι καὶ τοῖς ἐν ἄςτει Διονυσίοις ἡ πομπὴ καὶ ὁι παῖδες καὶ ὁ Κῶμος καὶ ὁι Κωμῳδὸι καὶ ὁι… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • THARGELIA — festus dies apud Athenienses Apollini et Dianae sacer, a quo mensis Aprilis denominatus est. Gyraldus, l. de an. et mensibus. Suid. θαργήλια, ἑορτὴ Α᾿πόλλωνος καὶ Α᾿ρτέμιδος. Iuxta Etymologum ab omnibus Terrae fructibus nuncupatum est. Colebatur… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εγκώμιο — Στην αρχαιότητα, άσμα που εξυμνούσε τον νικητή ενός αγώνα ή τις αρετές και τις καλές πράξεις κάποιου. Ο Αριστοτέλης διακρίνει το ε. από τον έπαινο, επειδή «ο έπαινος της αρετής, τα δε εγκώμια των έργων». Ορισμένες από τις ωδές του Πινδάρου… …   Dictionary of Greek

  • κωμάζω — κωμάζω, δωρ. τ. κωμάσδω (Α) [κώμος] 1. περιέρχομαι στους δρόμους τραγουδώντας εύθυμα τραγούδια με συνοδεία οργάνων, χορεύοντας και κάνοντας αστεία («νέοι κώμαζον ὑπ αὐλοῡ», Ησίοδ.) 2. συμμετέχω σε πανηγυρική πομπή, προς τιμήν τού Βάκχου ἡ προς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”