- ἐπί-κτησις
ἐπί-κτησις, ἡ, das Dazuerwerben, Nebengewinn, καλὴ γὰρ ἡ 'πίκτησις Soph. Phil. 1328; χρημάτων Arist. H. A. 3, 20 u. Sp., wie D. Hal. 9, 53, Zuwachs an Eigenthum.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπί-κτησις, ἡ, das Dazuerwerben, Nebengewinn, καλὴ γὰρ ἡ 'πίκτησις Soph. Phil. 1328; χρημάτων Arist. H. A. 3, 20 u. Sp., wie D. Hal. 9, 53, Zuwachs an Eigenthum.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κτήση — η (AM κτῆσις, έως, Α ιων. γεν. ιος) 1. απόκτηση, πρόσκτηση, κατοχή («χρημάτων καὶ κτημάτων κτῆσιν», Πλάτ.) 2. αυτό που κατέχει κάποιος, ιδιοκτησία, περιουσία, κτήμα («κτῆσίν τε ἔχειν τῶν χρυσείων μετάλλων ἐργασίας», Θουκ.) νεοελλ. ξένη χώρα που… … Dictionary of Greek