- ἐπί-γρῡπος
ἐπί-γρῡπος, etwas eingebogen, πρόςωπον, vom Schnabel des Ibis, Her. 2, 76; bes. von der Nase, Plat. Euthyphr. 2 b Phaedr. 253 d u. Folgde, z. B. Arist. H. A. 2, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπί-γρῡπος, etwas eingebogen, πρόςωπον, vom Schnabel des Ibis, Her. 2, 76; bes. von der Nase, Plat. Euthyphr. 2 b Phaedr. 253 d u. Folgde, z. B. Arist. H. A. 2, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επίγρυπος — ἐπίγρυπος, ον (AM) (για πρόσ.) αυτός που έχει κάπως γαμψή μύτη αρχ. (για μύτη ή ράμφος) κάπως, αρκετά κυρτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γρυπός «γαμψός»] … Dictionary of Greek
Αντίοχος — I Όνομα βασιλιάδων της Συρίας, από το γένος των Σελευκιδών. 1. Α. Α’ ο Σωτήρ (325/4 – 262/1 π.Χ.). Γιος του Σέλευκου και της Απάμας. Το 294 τον διόρισε o πατέρας του συμβασιλέα και διοικητή των σατραπειών που βρίσκονταν πέρα από τον Ευφράτη. Μετά … Dictionary of Greek