- ἐπί-φλεγμα
ἐπί-φλεγμα, τό, Entzündung auf der Oberfläche, neben ἐπάνϑημα, Iambl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπί-φλεγμα, τό, Entzündung auf der Oberfläche, neben ἐπάνϑημα, Iambl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προσεξίστημι — Α προκαλώ σύγχυση ή ταραχή, συνταράσσω επί πλέον («οἶνος ἐν σώματι κακῶς... ἔχοντι... φλέγμα καὶ χολὴν κινεῑ καὶ ταράττει καὶ παρεξίστησιν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐξίστημι «ερεθίζω, συνταράζω»] … Dictionary of Greek