- προς-πάσσω
προς-πάσσω (s. πάσσω), att. -ττω, dazu, daran, darauf streuen, Schol. Nic. Al. 564.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-πάσσω (s. πάσσω), att. -ττω, dazu, daran, darauf streuen, Schol. Nic. Al. 564.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προσεπεσπάσαντο — πρός , ἐπί , εἰσ πάσσω sprinkle aor ind mid 3rd pl (homeric ionic) πρός , ἐπί , εἰσ πατέομαι eat aor ind mid 3rd pl (homeric ionic) πρόσ ἐπισπάω draw aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεπεσπάσατο — πρός , ἐπί , εἰσ πάσσω sprinkle aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) πρός , ἐπί , εἰσ πατέομαι eat aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) πρόσ ἐπισπάω draw aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσανεσπάσθησαν — πρός , ἀνά , εἰσ πάσσω sprinkle aor ind pass 3rd pl (homeric ionic) πρόσ ἀνασπάω draw aor ind pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαπέσπασαν — πρός , ἀπό , εἰσ πάσσω sprinkle aor ind act 3rd pl (homeric ionic) πρόσ ἀποσπάω tear aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεσπάσθη — πρός , εἰσ πάσσω sprinkle aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) πρόσ σπάω drawnthrough aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παστός — Ονομασία που χαρακτήριζε στους αρχαίους Έλληνες τον νυφικό θάλαμο, τον κοιτώνα, το ξόανο του θεού, καθώς και ένα είδος φερέτρου, όπου κατά τη διάρκεια τελετής τοποθετούνταν ο ιερέας που έμελλε να μυηθεί στους ανώτερους βαθμούς, σε ανάμνηση του… … Dictionary of Greek
περιπάσσω — και αττ. τ. περιπάττω Α πασπαλίζω κάτι ολόγυρα («ἄλευρον περιπάττει αὐτῷ πρὸς τὴν πῆξιν», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πάσσω «πασπαλίζω»] … Dictionary of Greek
πτίσσω — και πτίττω Α 1. εκλεπίζω, αποφλοιώνω, ξεφλουδίζω κριθάρι ή άλλα δημητριακά 2. κοπανίζω μέσα σε γουδί. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. λ., όρος τής γεωργίας, η οποία ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *peis / *pis «λειανίζω, συντρίβω, κοπανίζω, αλέθω σε γουδί» και συνδέεται με … Dictionary of Greek
προσέπασεν — προσέπᾱσεν , πρός , ἐπί ἀάω hurt aor ind act 3rd sg (epic doric aeolic) πρόσ πάσσω sprinkle aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)