ἐπί-σωτρον

ἐπί-σωτρον

ἐπί-σωτρον, τό, ep. ἐπίσσωτρον, der eiserne Beschlag des Rades, die Schiene, die auf das Holz des Rades, σῶτρον gefügt wird, Il. 23, 519; im plur., 11, 537. 20, 502; χάλκεα 5, 725 u. öfter; vgl. Poll. 1, 144.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • επίσωτρο — το (Α ἐπίσωτρον) το ελαστικό τού τροχού ενός οχήματος (αυτοκινήτου, ποδηλάτου κ.λπ.) ή η σιδερένια στεφάνη τού τροχού σιδηροδρομικού οχήματος, κάρου, άμαξας κ.λπ. που περιβάλλει το σώτρο* (ζάντα) αρχ. η μεταλλική στεφάνη τού τροχού γύρω από το… …   Dictionary of Greek

  • οπίσσωτρον — ὀπίσσωτρον και κατά διόρθ. ἐπίσσωτρον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἁψὶς τοῡ τροχοῡ». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐπί + σῶτρον «ξύλινη περιφέρεια τροχού»] …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • σεύω — Α 1. διώχνω 2. (κατ επέκτ.) κυνηγώ, θηρεύω 3. καταδιώκω («σεύοντ ἀγέλας βίᾳ», Βακχυλ.) 4. παρορμώ, ερεθίζω κάποιον εναντίον κάποιου άλλου («ὅτε πού τις θηρητὴρ κύνας... σεύῃ ἐπ ἀγροτέρῳ συΐ», Ομ. Ιλ.) 5. (με απρμφ.) προτρέπω, παρακινώ… …   Dictionary of Greek

  • kēi- —     kēi     English meaning: to move     Deutsche Übersetzung: “in Bewegung setzen, in Bewegung sein”     Note: (: kǝi : kī̆ ); eu basis (partly with n Infix) kī (n )eu ; heavy basis kiǝ (: kiē ?)     Material: Gk. κίω “go away, travel” is late… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”