ἐπί-πλοος [2]

ἐπί-πλοος [2]

ἐπί-πλοος, zsgzgn -πλους, ὁ, das Darauflosfahren eines Schiffes auf ein feindliches, der Angriff eines Schiffes, Thuc. oft, z. B. ἐπίπλουν ποιεῖσϑαι, = ἐπιπλέω, mit der Flotte anrücken, τῇ Μιλήτῳ, gegen Milet, 8, 79, τοῖς Ἀϑηναίοις 3, 78, ἐπὶ τὴν Σάμον 8, 63; Xen. Hell. 2, 1, 28. 4, 3, 11; ἐπίπλουν ϑέσϑαι Plut. Aem. P. 9; der Flotte selbst, Thuc. 2, 90; vgl. 8, 102. – Bei Suid. auch der auf dem Schiffe fährt, ὁ ἐπιβάτης; u. nach Harpocr. später der Schiffsaufseher. – S. auch ἐπίπλοον.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • επίπλοον — και επίπλουν, το ή επίπλοος και επίπλους, ο (Α ἐπίπλοον και ἐπίπλουν ή ἐπίπλοος και ἐπίπλους) ανατ. το δέρτρον*. ο λιπώδης υμένας που καλύπτει την κοιλιά και τα σπλάγχνα, κν. σκέπη, μπόλια, τσίπα νεοελλ. ονομασία τών διπλώσεων τού περιτοναίου που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”