ἐπί-πλοιον

ἐπί-πλοιον

ἐπί-πλοιον, τό, = ἐπίπλοον, Philetaer. bei Ath. III, 106 e.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… …   Wikipedia

  • Tratados entre Roma y Cartago — Relieve de una corbita romana encontrado en las ruinas de Cartago. La disputa en el control del comercio marítimo entre ambas naciones llevó a que se ensayaran, en diversos acuerdos, repartos de áreas de influencia en el Mediterráneo. Los… …   Wikipedia Español

  • φάση — Στη χημεία είναι οποιοδήποτε ομογενές μέρος ενός συστήματος, δηλαδή με τις αυτές φυσικές και χημικές ιδιότητες σε κάθε σημείο του, και φυσικά, διακριτό ώστε να διαχωρίζεται από τα άλλα μέρη του συστήματος από σαφώς καθορισμένες οριακές επιφάνειες …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… …   Dictionary of Greek

  • καθόλου — (AM καθόλου) επίρρ. 1. γενικά, εν γένει, συνολικά («καθόλου εἰπεῑν») 2. (σε αρνητική πρότ. ή σε αρνητικές απαντήσεις) διόλου, ουδόλως, ουδαμώς (α. «απόψε δεν κοιμήθηκα καθόλου» β. «είσαι ευχαριστημένος;» «καθόλου» γ. «οὐδὲ καθόλου μακρὸν πλοῑον» …   Dictionary of Greek

  • παραλαμβάνω — ΝΜΑ, κρητ. τ. παλλαμβάνω Α, περιλαβαίνω Ν 1. παίρνω κάτι που μού δίνεται από άλλον, λαμβάνω (α. «παρέλαβα τα δέματα που μού έστειλες» β. «παρέλαβον καὶ ἐνέβαλον εἰς τὸ πλοῑον [ενν. φορτίον]», πάπ.) 2. δέχομαι κάποιον κοντά μου ως βοηθό, σύμμαχο ή …   Dictionary of Greek

  • πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”