ἐπί-πονος

ἐπί-πονος

ἐπί-πονος, mit Arbeit, Anstrengung verbunden, mühsam, mühselig; ἁμέρα Soph. Tr. 651; λατρεία 826; μόρος O. C. 1557; Eur. Suppl. 84; βίος Lys. 2, 16; im superl., 21, 19; ἔργα καλὰ καὶ ἐπίπονα, schwierig, Plat. Legg. VII, 801 e; καὶ χαλεπόν Rep. II, 364 a; ἄσκησις Thuc. 2, 39; ἀσχολία 1, 70; Folgde. Auch von Menschen, δεινοῦ καὶ ἐπιπόνου ἀνδρός Plat. Phaedr. 229 d, Mühsal erduldend, wie Ar. Ran. 1370. – Bei Xen. An. 5, 9, 23, ὅτι μέγας μὲν οἰωνὸς εἴη, ἐπίπονος μέντοι, Mühsal vorbedeutend. – Adv. ἐπιπόνως, mit Mühe und Anstrengung, εὑρίσκειν Thuc. 1, 22; ἐπιπονώτατα ζῆν Xen. Cyr. 7, 5, 67.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κατάπονος — κατάπονος, ον (Α) 1. καταπονημένος, κουρασμένος, κατάκοπος 2. εξασθενημένος, εξαντλημένος 3. (για ποίηση ή έργα τέχνης) επεξεργασμένος 4. επίπονος, κουραστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πονος (< πόνος), πρβλ. επί πονος, σύμ πονος] …   Dictionary of Greek

  • πρόπονος — ον, Α εξαιρετικά επίπονος, πολύ κοπιαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πονος (< πόνος), πρβλ. επί πονος] …   Dictionary of Greek

  • υπέρπονος — ον, Α καταβεβλημένος από υπέρμετρους κόπους («διὰ γῆρας ὑπέρπονος γενόμενος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πόνος (πρβλ. ἐπί πονος)] …   Dictionary of Greek

  • Fass ohne Boden — Pi Inhaltsverzeichnis 1 πάθει μάθος 2 Παθήματα μαθήματα …   Deutsch Wikipedia

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • κίνηση — Ως κ. ορίζεται η μεταβολή της θέσης ενός σώματος σχετικά με άλλα σώματα (θεωρούμενα ακίνητα), τα οποία ορίζονται ως σύστηματα αναφοράς. Σύμφωνα με την κλασική μηχανική, η κ. ενός σώματος ορίζεται πλήρως όταν είναι γνωστές η θέση, η ταχύτητα και… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Kostas Karyotakis — Kostas Karyotakis, Selbstporträt Kostas Karyotakis (griechisch Κώστας Καρυωτάκης, * 30. Oktober 1896 in Tripolis; † 21. Juli 1928 in Preveza) war ein griechischer …   Deutsch Wikipedia

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

  • αμφί — ἀμφὶ πρόθ. (Α) (κυρίως στον ποιητικό και ιωνικό πεζό λόγο, η περὶ τών κλασικών κειμένων) και στις δύο πλευρές, και στα δύο μέρη Α. (με γενική) 1. για, για χάρη, για το χατίρι κάποιου «ἀμφί λέκτρων μάχεσθαι» (Ευρ. Ανδρομ. 123) 2. (όπως η πρός, για …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”