- ἐπί-πλεος
ἐπί-πλεος, α, ον, att. ἐπίπλεως, ganz voll, angefüllt, λειμὼν ἐπίπλεος κρεῶν ἑφϑῶν Her. 3, 18, τράπεζα ἐπιπλέη ἀγαϑῶν 6, 139, öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπί-πλεος, α, ον, att. ἐπίπλεως, ganz voll, angefüllt, λειμὼν ἐπίπλεος κρεῶν ἑφϑῶν Her. 3, 18, τράπεζα ἐπιπλέη ἀγαϑῶν 6, 139, öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.