- ἐπί-πηξ
ἐπί-πηξ, ηγος, ὁ, = ἐπίπηγμα, Mathem.; Pfropfreis, Geop.; vgl. Lob. paralip. 279.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπί-πηξ, ηγος, ὁ, = ἐπίπηγμα, Mathem.; Pfropfreis, Geop.; vgl. Lob. paralip. 279.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταπήξ — καταπήξ, ῆγος, ὁ (AM, Μ και κατάπηξ, ηγος, ὁ, ἡ) μσν. 1. εγκέντρισμα, μπόλι 2. ως επίθ. μπηγμένος στο έδαφος αρχ. 1. πάσσαλος, παλούκι μπηγμένο στη γη 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «τὰ πηγνύμενα ἐν τοῑς ὕδασι ξύλα, ἐφ ὧν ἔδει συνέχεσθαι τὰ ἐπὶ τοῡ… … Dictionary of Greek