- ἐπ-αμοιβαδίς
ἐπ-αμοιβαδίς, wechselsweise, ἃς ἄρα πυκνοὶ ἀλλήλοισιν ἔφυν ἐπ., so waren sie in einander gewachsen, Od. 5, 481; auch sp. D., wie Ap. Rh. 4, 1030. – Bei Hesych. auch ἐπαμοιβαδόν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-αμοιβαδίς, wechselsweise, ἃς ἄρα πυκνοὶ ἀλλήλοισιν ἔφυν ἐπ., so waren sie in einander gewachsen, Od. 5, 481; auch sp. D., wie Ap. Rh. 4, 1030. – Bei Hesych. auch ἐπαμοιβαδόν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμοιβαδίς — ἀμοιβαδὶς επίρρ. (Α) [ἀμοιβή] αμοιβαία, εναλλάξ, διαδοχικά … Dictionary of Greek
ἀμοιβαδίς — by turns indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμοιβή — η (Α ἀμοιβή) 1. ανταπόδοση, ανταμοιβή 2. ο μισθός που δίνεται σε αντάλλαγμα υπηρεσίας ή εργασίας, αντιμισθία μσν. αρχ. αλλαγή, ανταλλαγή αρχ. 1. αποζημίωση 2. ποινή 3. εκδίκηση 4. απάντηση, απόκριση 5. (για είδη εμπορίου ή νομίσματα) ανταλλαγή 5 … Dictionary of Greek