- ἐπ-αξι-έραστος
ἐπ-αξι-έραστος, liebenswürdig, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-αξι-έραστος, liebenswürdig, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυέραστος — ον, Α πολυαγαπημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἐραστός (< ἔραμαι), πρβλ. αξι έραστος, φιλ έραστος] … Dictionary of Greek