περί-σαρκος

περί-σαρκος

περί-σαρκος, mit Fleisch umgeben, fleischig; Arist. physiogn. 5, 5; Adamant. physiogn. 2, 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κατάσαρκος — η, ο (Α κατάσαρκος, ον) νεοελλ. αυτός που φοριέται πάνω ακριβώς από τη σάρκα αρχ. πολύ σαρκώδης, παχύσαρκος. επίρρ... κατάσαρκα (Μ κατάσαρκα) ακριβώς πάνω από τη σάρκα τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. έν… …   Dictionary of Greek

  • περίσαρκος — ον, Α πολύσαρκος, σαρκώδης, κρεατωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. ά σαρκος, κατά σαρκος] …   Dictionary of Greek

  • ИОАНН ЗЛАТОУСТ. Часть II — Учение Считая правильную веру необходимым условием спасения, И. З. в то же время призывал веровать в простоте сердца, не обнаруживая излишнего любопытства и помня, что «природа рассудочных доводов подобна некоему лабиринту и сетям, нигде не имеет …   Православная энциклопедия

  • ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …   Православная энциклопедия

  • ГРИГОРИЙ БОГОСЛОВ — [Назианзин; греч. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ Ναζιανζηνός] (325 330, поместье Арианз (ныне Сиврихисар, Турция) близ Карвали (ныне Гюзельюрт), к югу от г. Назианза, Каппадокия 389 390, там же), свт. (пам. 25 янв., 30 янв. в Соборе Трех святителей; пам …   Православная энциклопедия

  • λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …   Dictionary of Greek

  • ДИМИТРИЙ СОЛУНСКИЙ — († ок. 306), вмч. (пам. 26 окт.), один из наиболее чтимых святых в правосл. мире, покровитель г. Фессалоника (слав. Солунь). Греки именуют Д. С. Мироточцем (ὁ μυροβλύτης / μυροβλήτης), т. к. его мощи источали миро, а в визант. текстах… …   Православная энциклопедия

  • LITURGIA — Gr. λειτουργία, voxapud patres in Eccl. frequens, non uno semper eodemque modo accipitur. Λειτουργεῖν primâ notione, est opus facere publicum, vel publice, quae significatio postea sese laxius explicuit. Apud Graecos Scriptores Platonem, Aristor …   Hofmann J. Lexicon universale

  • νομή — (Νομ.). Η κατοχή (φυσική εξουσίαση) του πράγματος όταν συντρέχει με τη θέληση του εξουσιάζοντος να έχει το πράγμα αυτό δικό του. Οι δύο αυτές προϋποθέσεις είναι απαραίτητες και αποτελούν το σωματικό (corpus) και το πνευματικό (animus) στοιχείο… …   Dictionary of Greek

  • περισάρκιο — το, Ν ζωολ. χιτινώδες περίβλημα που σχηματίζεται σε αποικίες πολυπόδων τών υδροζώων με εκκρίσεις τού εξωδέρματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. perisarc < περι * + σαρξ, σαρκός] …   Dictionary of Greek

  • όρεξη — Είναι το ειδικό αίσθημα, κατά ένα μέρος σωματικό και κατά ένα μέρος ψυχικό, που ωθεί το άτομο να λάβει τροφή. Για μερικούς φυσιολόγους αποτελεί μόνο μια ποσοτική ποικιλία της πείνας, κατ’ άλλους είναι κάτι ξεχωριστό, γιατί στην ό. η επιθυμία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”