περί-στῡλος

περί-στῡλος

περί-στῡλος, mit Säulen außerhalb der Mauer oder mit einer Gallerie umgeben; αὐλή, Her. 2, 148. 153; δόμοι, Eur. Andr. 1100; vgl. Poll. 1, 78; subst., D. Sic. 1, 48.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κυρτόστυλος — η, ο αυτός που έχει κυρτούς στύλους («κυρτόστυλος ναός»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυρτός + στύλος (πρβλ. ορθό στυλος, περί στυλος)] …   Dictionary of Greek

  • μακρόστυλος — η, ο 1. (για ναό) αυτός που έχει στύλους τοποθετημένους σε σχετικά αραιά διαστήματα μεταξύ τους 2. αυτός που έχει μακρείς, μεγάλου μήκους στύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + στύλος (πρβλ. τετρά στυλος, περί στυλος)] …   Dictionary of Greek

  • σύστυλος — η, ο / σύστυλος, ον, ΝΑ πυκνόστυλος νεοελλ. αρχαιολ. α) (για κτίσμα) αυτός τού οποίου το μεταξύ δύο διαδοχικών κιόνων διάστημα ήταν διπλάσιο τού πλάτους τού τριγλύφου, προκειμένου για τον δωρικό ρυθμό, ή διπλάσιο τής κατώτατης διαμέτρου τού κίονα …   Dictionary of Greek

  • υπόστυλος — η, ο / ὑπόστυλος, ον, ΝΜΑ αυτός που στηρίζεται σε στύλους νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το υπόστυλο α) στυλοβάτης β) συνεκδ. περίστυλη στοά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + στῦλος (πρβλ. περί στυλος)] …   Dictionary of Greek

  • перисти́ль — я, м. архит. Прямоугольный двор, площадь, зал, окруженные крытой колоннадой. [греч. περιστυλος] …   Малый академический словарь

  • АФАНАСИЙ I ВЕЛИКИЙ — [Греч. ̓Αθανάσιος ὁ Μέγας] (ок. 295, Александрия? 2.05.373, там же), cвт. (пам. 18 янв., 2 мая), еп. Александрийский (с 8 июня 328), великий отец и учитель Церкви. Свт. Афанасий Великий. Фреска собора мон ря прп. Антония Великого в Египте. XIII в …   Православная энциклопедия

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Перистиль — на картине английского художника XIX века Перистиль открытое пространство, как правило, двор, сад или площадь, окружённое с четырёх сторон крытой колоннадой. Термин происходит от др. греч …   Википедия

  • VERITAS — temporis filia et Vittutis mater, Dea existimata est a Gentibus. Fingebatur mulier pulchra, magna, simphiciter ornata, illustris ac splendida, cuius oculorum orbes purô lumine nitebant, ut astrorum et stellarum fulgorem imitari viderentur. Vide… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μακρός — ά, ό (AM μακρός, ά, όν, ιων. θηλ. μακρή) 1. αυτός που έχει μεγάλο μήκος, μακρύς, επιμήκης (α. «μακροί δρόμοι» β. «οὕνεκ ἄρ οὐ τόξοισι μαχέσκετο δουρί τε μακρῷ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που έχει μεγάλο ύψος, υψηλός (α. «μακρός στύλος» β. «γαῑα... ξυνή …   Dictionary of Greek

  • μεταστύλιον — μεταστύλιον, τὸ (Α) 1. το μεσόστυλο 2. το διάστημα μεταξύ τών κιόνων, το μετακιόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + στύλιον (< στύλος), πρβλ. επι στύλιον, περι στύλιον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”