- περί-στῳον
περί-στῳον, τό, = περίστοον, von Moeris für die attische Form statt περίστυλον erklärt; nach E. M. richtiger als περίστοον; vgl. Lob. Phryn. 495.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περί-στῳον, τό, = περίστοον, von Moeris für die attische Form statt περίστυλον erklärt; nach E. M. richtiger als περίστοον; vgl. Lob. Phryn. 495.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περίστωο — το / περίστῳον, ΝΑ, και περιστόϊον Α το περίστυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στῳον / στόϊον (< στωϊά / στοιά, άλλοι τ. τού στοά*), πρβλ. προ στῷον] … Dictionary of Greek
προστώο — και πρόστοο, το / προστῷον και πρόστοον ΝΑ αρχιτ. είδος προστεγάσματος, στηριζόμενου σε κίονες, που βρίσκεται πριν από την στοά τής πύλης ενός οικοδομήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + στῳον / στοον (< στωιά / στοά), πρβλ. περι στῷον] … Dictionary of Greek
τρίστωον — τὸ, Μ οικοδόμημα με τρεις στοές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + στῳον (< στωϊά, άλλος τ. της λ. στοάς), πρβλ. περί στῳον] … Dictionary of Greek