ἐπι-μίγνῡμι

ἐπι-μίγνῡμι

ἐπι-μίγνῡμι (s. μίγνυμι), dazu, darunter mischen, Nic. Th. 572; αἷμα ϑνητοῖς Pind. P. 2, 32; Αἰϑιόπεσσι χεῖρας, mit ihnen handgemein werden, N. 3, 58; übertr., ἀγλαΐαισι λαόν 9, 31; ἐπέμιξεν ἡ φύσις ἡδονήν Plat. Phaedr. 240 b. – Häufiger im med., sich darunter mischen, Verkehr mit Einem haben, ἐπεμίγνυντο ἀκηρυκτὶ παρ' ἀλλήλους Thuc. 2, 1, der 1, 146 ἐπεμίγνυντο καὶ παρ' ἀλλήλους ἐφοίτων vrbdt; auch act., ἐπιμιγνύντες ἀδεῶς ἀλλήλοις 1, 2, wie Xen. An. 3, 5, 16 ἐπιμιγνύναι σφῶν τε (sc. τινὰς) πρὸς ἐκείνους καὶ ἐκείνους πρὸς αὐτούς die bessere Lesart für ἐπιμίγνυσϑαι ist; ἀλλήλοις φυσικῶς Cyr. 7, 4, 5; vgl. γυναῖκα μἡ ἐπιμεμιγμένην ἑτέρῳ ἀνδρί Dem. 59, 75. Auch τόπῳ, wiederholt an einen Ort gehen, Ruhnk. ep. crit. p. 99; ταῖς πράξεσιν, sich darein mischen, Plut. Flam. 2. Vgl. ἐπιμίσγω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευεπίμικτος — εὐεπίμικτος, ον και εὐεπίμεικτος, ον (Α) 1. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να πλησιάσει εύκολα, ο ευπρόσιτος («χώραν πᾱσιν εὐεπίμικτον», Στράβ.) 2. (για ανθρώπους) ο καταδεκτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επί μικτος (< επι μίγνυμι)] …   Dictionary of Greek

  • επιμίσγω — ἐπιμίσγω (Α) 1. επικοινωνώ, συναναστρέφομαι («παρ’ ἀλλήλους ἐπιμισγόντων», Θουκ.) 2. έρχομαι σε σαρκική επαφή 3. (για τόπο) πλησιάζω («οὐδέ ποτ’ ἐς βουλήν ἐπιμίσγεται οὐδ’ ἐπὶ δαῑτας», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μίσγω, παράλλ. αρχαιότερος τ.… …   Dictionary of Greek

  • μεταμίξ — (Α) επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) αναμεμιγμένα, ανάμικτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + μίξ (< μίγνυμι), πρβλ. ανα μίξ, επι μίξ] …   Dictionary of Greek

  • μιξ — μίξ (ΑΜ) επίρρ. μίγα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. που σχηματίστηκε κατ απόσπαση από επιρρήματα σε μιξ (πρβλ. ανα μίξ, επι μίξ), βλ. μίγνυμι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”