ἐπι-δίδωμι

ἐπι-δίδωμι

ἐπι-δίδωμι (s. δίδωμι), außerdem geben, hinzufügen, Hes. O. 394; τινί τι, Il. 23, 559; in tmesi, 9, 290; von der Mitgift, als Aussteuer mitgeben, wie ὅπλα φησὶν ὁ ποιητὴς παρὰ ϑεῶν προῖκα ἐν τοῖς γάμοις ἐπιδοϑῆναι Θέτιδι Plat. Legg. XII, 944 a; ἐπιδίδωμι αὐτῇ φερνὴν Μηδίαν Xen. Cyr. 8, 5, 19; προῖκα τάλαντον Dem. 40, 6, wie Is. 2, 4 u. öfter; ὁ ϑεὸς εὐμάρειαν ἐπεδίδου χεροῖν Eur. Bacch. 1178; bes. außer dem, was man pflichtmäßig zu geben hat, als freiwillige Beisteuer, z. B. dem Staate in der Noth geben, im Ggstz von εἰςφέρειν, Is. 5, 37; oft in Dem. or. pro corona, μεγάλας ἐπιδόσεις §. 171; τριήρη 21, 160; τὰς ναῦς τοῖς Λακεδαιμονίοις Thuc. 4, 11; τοῦ ἑαυτοῦ μέρους, von seinem eigenen Antheile, Xen. Cyr. 1, 5, 1; – τὴν ἐπιστολήν τινι, übergeben, D. Sic. 14, 47; Plut. Alex. 19; ψῆφον ἐπέδωκε τοῖς πολίταις, die Stimmsteinchen einhändigen, abstimmen lassen, Num. 7; – ἑαυτόν, sich ergeben, überlassen, ἐπειδὴ σαυτὸν ἐπιδίδως μοι Ar. Th. 213; vgl. Plat. Phil. 19 c; bes. Sp., αὑτὸν τῇ τῆς βασιλείας ἐλπίδι, er gab sich der Hoffnung hin, Hdn. 2, 7, 9; εἴς τι, 3, 4, 2; mit ausgelassenem acc., scheinbar intr., εἰς τρυφήν, sich der Schwelgerei ergeben, Ath. VIII, 525 e; εἰς ὑπερηφανίαν ibd. 536 a. – Häufig in Prosa intr., zunehmen, Fortschritte machen, ἢν οὕτω ἡ χώρη ἐπιδιδοῖ ἐς ὕψος Her. 2, 13; ἐπεδίδοσαν ἐς τὸ ἀγριώτερον, immer erbitterter werden, Thuc. 6, 60; ἐπεδίδου ἐπὶ τὸ μεῖζον 8, 24; ἐς τὸ μισεῖσϑαι 8, 83; oft bei Plat. absolut, ἐπὶ τὸ βέλτιον Prot. 318 a; πρὸς ἀρετήν, in der Tugend, Legg. XI, 913 b; εἰς τὸ ὀξύτεροι γίγνεσϑαι Rep. VII, 526 b; πλεῖστον πρὸς ἀρετήν Isocr. 1, 12; πρὸς εὐδαιμονίαν 3, 32. Auch von Sachen, ἐπιδιδοῦσαν τὴν τῶν πολεμίων ἰσχύν Thuc. 7, 8; αἱ ἄλλαι τέχναι ἐπιδεδώκασι Plat. Hipp. mai. 281 d; Sp. – Im med., ϑεοὺς ἐπιδώμεϑα, laß uns die Götter noch hinzufügen, d. i. als Zeugen anrufen, Il. 22, 254; vgl. περιδίδωμι u. Herm. zu H. h. Merc. 383.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευεπίδοτος — εὐεπίδοτος, ον (Α) αυτός που ενδίδει, που υποχωρεί εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + *επι δοτός (< επι δίδωμι), πρβλ. αν επί δοτος] …   Dictionary of Greek

  • θεόδοτος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αρχιτέκτονας και γλύπτης (4ος αι. π.Χ.). Πήρε μέρος στις εργασίες για την κατασκευή του ναού του Ασκληπιού στην Επίδαυρο. 2. Μακεδόνας ναύαρχος του Αντίγονου (; – 315 π.Χ.). Το 315 ναυμάχησε με τον ναύαρχο του… …   Dictionary of Greek

  • παραγραφή — Απόσβεση αξίωσης που απορρέει από έννομο δικαίωμα ή από λειτούργημα ή καθήκον, όταν η αξίωση αυτή από αδράνεια του δικαιούχου ή του αρμόδιου λειτουργού δεν έχει ασκηθεί για ορισμένο χρονικό διάστημα. Σε όλες τις περιπτώσεις, δικαιολογητικός λόγος …   Dictionary of Greek

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

  • θέτω — (Μ θέτω) 1. τοποθετώ 2. προτείνω, υποβάλλω («θέτω όρους») 3. βάζω κάποιον να ξαπλώσει, τόν βάζω στο κρεβάτι νεοελλ. 1. παραδέχομαι, θεωρώ («τό θέτω ως ζήτημα αρχής») 2. ιδρύω, καθιερώνω («θέτω βραβείο») 3. φρ. α) «θέτω σε ενέργεια» αρχίζω να… …   Dictionary of Greek

  • πρόφαση — η / πρόφασις, άσεως, ΝΜΑ προβαλλόμενος, συνήθως ψευδής, λόγος, πλαστή δικαιολογία, πρόσχημα (α. «με πρόφαση την αρρώστια τής μητέρας του απουσιάζει συνεχώς» β. «πρόφασις ἰδίης ἀβουλίης», Δημόκρ.) νεοελλ. 1. το πρώτο στάδιο μίτωσης τής κυτταρικής… …   Dictionary of Greek

  • πίστη — η / πίστις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. ιος, Α 1. η αφηρημένη έννοια τού πιστεύω, η παραδοχή ενός πράγματος ως αληθινού, εμπιστοσύνη 2. η υποκειμενική βεβαιότητα σχετικά με ένα πράγμα ή μια κατάσταση 3. η εμπορική υπόληψη, το να θεωρεί κανείς ότι… …   Dictionary of Greek

  • τόπος — ο, ΝΜΑ 1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῑται», Ξεν.) 2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος τού μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ) 3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα… …   Dictionary of Greek

  • χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ …   Dictionary of Greek

  • δούλος — η και α, ο (AM δοῡλος, η, ον) (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) αυτός που στερείται την προσωπική του ελευθερία από αιχμαλωσία, αγορά ή κληρονομιά και αποτελεί ιδιοκτησία άλλου μσν. νεοελλ. 1. υπηρέτης, διάκονος, υποτακτικός 2. «δοῡλος τοῡ θεοῡ»… …   Dictionary of Greek

  • δώρο — το (AM δῶρον) 1. ό,τι προσφέρεται ως δείγμα φιλίας, ευαρέσκειας, χάρισμα («γαμήλιο δώρο») 2. αγαθά (ψυχικά, πνευματικά, σωματικά, υλικά κ.λπ.) που δίνει η φύση ή οι θεοί («θεῶν ἐρικυδέα δῶρα» η ομορφιά είναι δώρο τής φύσεως) 3. προσφορές τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”