ἐπι-δέομαι

ἐπι-δέομαι

ἐπι-δέομαι (s. δέομαι), noch dazu bedürfen, nöthig haben; ὀμμάτων δ' ἐπεδεῖτο οὐδέν Plat. Tim. 33 c, vgl. Conv. 204 a; οὐδὲν ἐπιδεῖται λόγου Xen. Conv. 8, 16; τὴν ἀρχὴν πλεῖον ἢ τριάκοντα ἐνδεομένην ἡμερῶν, woran mehr als dreißig Tage fehlten, Plat. Legg. VI, 766 c; – noch dazu erbitten, Sp. Vgl. ἐπιδέω u. ἐπιδεύομαι.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐπιδεδῆσθαι — ἐπί δέομαι lack perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιξυνδεῖ — ἐπί , σύν δέομαι lack pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐπί συνδέομαι join in entreating pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐπί συνδέομαι join in entreating pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ἐπί συνδέω bind pres ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπροσδεῖσθαι — ἐπί , πρόσ δέομαι lack pres inf mp (attic epic) ἐπί προσδέομαι need besides pres inf mp (attic epic) ἐπί προσδέομαι need besides pres inf mp (attic epic) ἐπί προσδέω bind on pres inf mp (attic epic) ἐπί προσδέω 1 bind on pres inf mp (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέηση — η (AM δέησις) προσευχή, παράκληση που απευθύνεται στον Θεό (α. «Σάρρα, άμε, κάμε προσευκή, δέηση στο Θεό μας», Θυσ. Αβραάμ β. «δέησιν ποιεῑσθαι», ΚΔ) αρχ. μσν. η παράκληση, το να παρακαλεί κάποιος για κάτι μσν. 1. το «τρίμορφον» παράσταση στην… …   Dictionary of Greek

  • δέος — το (AM δέος, Α και δεῑος) 1. φόβος, ανησυχία για το κακό που φαίνεται να πλησιάζει 2. φρ. «τὸ ἀντίπαλον δέος» ο φόβος ότι ο αντίπαλος είναι εξίσου ισχυρός (και επομένως αβέβαιη η έκβαση τού ανταγωνισμού) αρχ. 1. η αιτία τού φόβου («οὔ τοι ἔπι… …   Dictionary of Greek

  • κάμπτω — (AM κάμπτω) 1. (μτβ.) λυγίζω, κυρτώνω κάτι, καθιστώ κυρτό κάτι που ήταν ευθύ, καμπυλώνω 2. μέσ. κάμπτομαι λυγίζομαι, κυρτώνομαι, λυγίζω το σώμα μου, σκύβω, καμπουριάζω 3. (μτβ. και αμτβ.) βαδίζοντας ή πλέοντας παρακάμπτω κάποιο σημείο, στρέφομαι …   Dictionary of Greek

  • συνεπιτίθεμαι — ΜΑ, ενεργ. τ. συνεπιτίθημι Α [ἐπιτίθημι / ἐπιτίθεμαι] επιτίθεμαι μαζί με άλλους εναντίον κάποιου (α. «τὸν δὲ λιμὸς συνεπιτιθέμενος ἀπάγῃ τῆς πατρίδος», Φώτ. β. «συνεπέθοντο δὲ καὶ οἱ Ἰουδαῑοι», ΚΔ. γ. «οὐ φοβεῑ μή σοι μετὰ Φιλήβου ξυνεπιθώμεθα»,… …   Dictionary of Greek

  • υπερδεής — ές, Α 1. αυτός που βρίσκεται πέρα από τον φόβο, ατρόμητος 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑπεραγόντως ἐνδεὴς ἢ ἐλάσσων κατὰ δύναμιν». [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. απαντά στο χωρίο τής Ιλ. ὑπερδέα δῆμον ἔχοντα και, κατά την πιθανότερη άποψη, πρέπει να ερμηνευθεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”