ἐπι-δέξιος

ἐπι-δέξιος

ἐπι-δέξιος, 1) zur Rechten hin; bei Hom. ἐπιδέξια, adverbial, nach der rechten Seite hin, welche Richtung als Glück bringend u. heilig galt u. bei allen Schmäusen, öffentlichen Versammlungen u. Opfern sorgfältig beobachtet wurde; ὄρνυσϑ' ἑξείης ἐπιδέξια πάντεςἀρξάμενοι τοῠ χώρου, ὅϑεν τέ περ οἰνοχοεύει, von dem Ehrenplatze neben dem Mischgefäß an immer der Nachbar zur Rechten, Od. 21, 141; τὸν ἐπιδέξια τρόπον πίνειν Ath. XI, 463 f aus Anaxandr., wie πίνειν τὴν ἐπιδέξια Eupol. Poll. 2, 159; ὀρέγειν προπόσεις Critias bei Ath. X, 432 e; περίιϑι τὸν βωμὸν ἐπιδέξια Ar. Pax 957. Daher ἀστράπτων ἐπιδέξια, rechtshin blitzend, d. i. Heil verkündend, Il. 2, 353, wie ἐπιδέξια σήματα φαίνων ἀστράπτει 9. 236, κατακλίναντες ἐπιδέξια πρὸς τὸ πῠρ Plat. Rep. IV, 420 e, vgl. Theaet. 175 e, wo die v. l. ἐπὶ δεξιά, wie man auch im Homer schrieb, wenn der Gegensatz »zur linken Seite« hervorgehoben werden sollte (s. Il. 7, 238; Her. 2, 93. 7, 39; Buttm. Lexil. 1 p. 173 ff. u. Lob. zu Phryn. p. 259 u. oben δεξιός); ἐπιδέξια χειρός νιν ἄγεις vrbdt Pind. P. 6. 19. wie Theocr. 25, 18; πάντα τἀπιδέξια, die ganze rechte Seite, Ar. Av. 1493. – 2) geschickt, gewandt, Aesch. 1, 178; sein, geschmackvoll, neben εὐτράπελος, Arist. Eth. 4, 8; τωϑάσαι, rhet. 2, 4; ἀνὴρ πρὸς τὰς ὁμιλίας ἐπιδέξιος Pol. 5, 39, 6; καὶ προςηνής Plut. Symp. 7, 6, 3; καὶ χαρίεις Aem. Paul. 37; περὶ τὴν ϑήραν D. Cass. 69, 10; vom Schiffe, Antiphil. 41 (IX, 242), u. öfter bei Sp. – Adv. ἐπιδεξίως, geschickt, τοῖς πράγμασι χρῆσϑαι Pol. 3, 19, 13; so auch ἐπιδέξια, Nicom. Ath. VII, 291 c.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δεξιός — ά, ό και δεξύς, ιά, ύ (ή δεξής, ιά, ί) και δεξός, ά, ό (AM δεξιός, ά, όν) Ι. 1. (για τα μέλη τού σώματος) αυτός που βρίσκεται στο μισό μέρος όπως χωρίζεται με μια νοητή κάθετη γραμμή από το αριστερό μέρος (στο οποίο ακούγονται οι παλμοί τής… …   Dictionary of Greek

  • ισοδέξιος — ἰσοδέξιος, ον (Α) αυτός που χρησιμοποιεί με ίση δεξιότητα και τα δυο του χέρια, αμφιδέξιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + δεξιος (< δεξιός), πρβλ. επι δέξιος, υπερ δέξιος] …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • APENNINUS — mons, cuius nominis origo plane incerta est; siquidem nemo eam unquam aperuit, nisi quae per summum delirantis cerebri nugamentum de eo adnotaverunt Grammatici, in quibus Isidor. Origin l. 14. c. 8. ita tradit: Apenninus mons adpellatus quasi… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αριστερός — ή, ό (AM ἀριστερός, ά, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μισό μέρος του ανθρώπινου σώματος, που ορίζεται με μία νοητή από κορυφής κάθετη γραμμή και στο οποίο γίνονται αισθητοί οι παλμοί της καρδιάς, ο ζερβός (αντίθετο: δεξιός) 2. αυτός που …   Dictionary of Greek

  • десныи — (285) пр. 1. Правый, с правой стороны находящийся: донесъше тѣло ѥго положиша ѥ въ манастыри… || …на деснѣи странѣ цр҃кве ЖФП XII, 41б–в; поставиша ˫а надъ землею на деснѣи странѣ. СкБГ XII, 19в; ѥлико хотѩщеи ц(с)ре||ви покоритис˫а. и патриархѹ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • Κονγκό, Λαϊκή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Κινσάσα Παλαιότερη ονομασία: Βελγικό Κονγκό (1908 60) / Ζαΐρ (1971 98) Έκταση: 2.345.410 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.861.100 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Κινσάσα (6.541.300 κάτ. το… …   Dictionary of Greek

  • Μισούρι — I (Missouri). Ποταμός (4.740 χλμ.) των ΗΠΑ, ο μεγαλύτερος δεξιός παραπόταμος του Μισισιπή. Πηγάζει από τις ανατολικές πλαγιές των Βραχωδών Ορέων και σχηματίζεται από τη συμβολή των ποταμών Τζέφερσον και Μάντισον. Το μεγαλύτερο μέρος του πάνω ρου… …   Dictionary of Greek

  • Μπάντεν-Βίρτεμπεργκ — (Baden Wurttemberg). Ομόσπονδο κρατίδιο (35.752 τ. χλμ., 10.699.906 κάτ.) της Γερμανίας, της οποίας αποτελεί ολόκληρο το νοτιοδυτικό τμήμα. Σχηματίστηκε το 1951 με τη συγχώνευση των τριών κρατιδίων: του Μπάντεν, του Βίρτεμπεργκ Μπάντεν και του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”