περί-πατος

περί-πατος

περί-πατος, , das Herumgehen, Spazierengehen; Plat. Phaedr. 227 a; auch περιπάτους ποιεῖσϑαι κατὰ τὰς ὁδούς, auf den Wegen spazieren gehen, ibd.; ἐν περιπάτῳ εἶναι, Xen. An. 2, 4, 15; τοὺς περιπάτο υς ποιεῖν, Pol. 5, 56, 10; die damit verbundene Leibesübung, Luc. Dem. enc. 1 u. öfter. – Der Ort zum Spazierengehen, der Spaziergang, Xen. Mem. 1, 1, 10; τοῖς περιπάτοις ἐνδιατρίβων, Luc. Demon. 54; Plut. oft. – Die damit verbundene Unterhaltung, Disputation, bes. über philosophische Gegenstände; weil Aristoteles im Lykeion bei Athen mit seinen Schülern lustwandelnd zu lehren pflegte, bezeichnet ὁ περίπατος seine Lehre und seine Schule, D. L., Plut. u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πατώ — και πατάω / πατῶ, έω και αιολ. τ. πάτημι, ΝΜΑ 1. έχω ή βάζω το πόδι μου πάνω σε κάτι, σε έναν τόπο ή σε ένα αντικείμενο (α. «πάτησα ένα καρφί» β. «χῶρος οὐχ ἁγνὸς πατεῑν», Σοφ.) 2. λεηλατώ, διαρπάζω, κυριεύω (α. «πατήσανε το κάστρο» β. «πόλιν...… …   Dictionary of Greek

  • μεσόπατος — μεσόπατος, ὁ και μεσόπατον, τὸ (Μ) μέρος τής οικίας ή δωμάτιο που βρίσκεται ανάμεσα σε πατώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * πάτος (πρβλ. από πατος, περί πατος)] …   Dictionary of Greek

  • ευπερίπατος — εὐπερίπατος, ον (Α) αυτός που δεν εμποδίζει κάποιον να περπατά εύκολα («φέρεις ἄλγημα... εὐπερίπατον», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί πατος] …   Dictionary of Greek

  • πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”