- ἐπι-κήριος
ἐπι-κήριος, = Folgdm, Heraclit. bei Luc. vit. auct. 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-κήριος, = Folgdm, Heraclit. bei Luc. vit. auct. 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυκήριος — ον, Α πολύ θανατηφόρος, πολύ βλαβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κηριος (< κήρ, κηρός, ἡ, «θάνατος, καταστροφή»), πρβλ. επι κήριος] … Dictionary of Greek