- προς-πηδάω
προς-πηδάω, dazu, daran, darauf springen; πρὸς ἑστίαν, Andoc. 2, 15; ἀτμὶς προςπηδήσεται ταῖς ῥισίν, Alexis bei Ath. IX, 383 e; D. Cass. 76, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-πηδάω, dazu, daran, darauf springen; πρὸς ἑστίαν, Andoc. 2, 15; ἀτμὶς προςπηδήσεται ταῖς ῥισίν, Alexis bei Ath. IX, 383 e; D. Cass. 76, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ληκάω — (Α) 1. πορνεύω 2. (κατά τον Ησύχ.) «ληκᾱν τὸ πρὸς ᾠδὴν ὀρχεῑσθαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ληκάω (πρβλ. πηδάω) είναι επιτατ. τύπος. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *lēk «πηδώ, κάμπτω, σπαρταρώ» (πρβλ. λεττον. lēkaju, lēkat «πετώ, πηδώ, σκιρτώ», λιθουαν. lekiu, lēkti… … Dictionary of Greek