- ἐπι-κνίζω
ἐπι-κνίζω, auf der Oberfläche ritzen, aufritzen, Theophr.; χέρσον ἀρότρῳ Apollnds. 5 (VI, 238).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-κνίζω, auf der Oberfläche ritzen, aufritzen, Theophr.; χέρσον ἀρότρῳ Apollnds. 5 (VI, 238).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επικνίζω — ἐπικνίζω (Α) 1. ξύνω στην επιφάνεια 2. (για άροτρο) σχίζω 3. «ἐπικνίζεται δάκνεται» (Λεξικό Σούδα). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κνίζω «ξύνω»] … Dictionary of Greek
κνω — κνῶ, άω και κναίω και κνήθω (Α) 1. τρίβω κάτι σε σκληρή και κοφτερή επιφάνεια («ἐπὶ δ αἴγειον κνῆ τυρὸν κνῆστι χαλκείῃ», Ομ. Ιλ.) 2. ξύνω (α. «ἔλαφοι πρὸς τὰ δένδρα κνώμενοι», Αριστοτ. β. «κνῆσαι τῇ χειρί», Ιπποκρ.) 3. (ενεργ. και μεσοπαθ.)… … Dictionary of Greek