- ἐπι-καθ-εύδω
ἐπι-καθ-εύδω (s. εὕδω), darauf schlafen, Arist. H. A. 5, 9; τινί, Luc. adv. ind. 4 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-καθ-εύδω (s. εὕδω), darauf schlafen, Arist. H. A. 5, 9; τινί, Luc. adv. ind. 4 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επικαθεύδω — ἐπικαθεύδω (Α) 1. κοιμάμαι πάνω σε κάτι 2. επωάζω, κλωσσώ 3. αμελώ, παραμελώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καθ εύδω «κοιμάμαι»] … Dictionary of Greek