ἐπι-ψηφίζω

ἐπι-ψηφίζω

ἐπι-ψηφίζω, worüber abstimmen lassen, nachdem berathen worden, neben εἰπεῖν, als Redner einen Gesetzvorschlag machen u. ihn zur Abstimmung bringen, Thuc. 2, 24. 8, 15; ἐς τὴν ἐκκλησίαν, in die Versammlung, d. i. die Versammlung abstimmen lassen, 1, 87, wie ἐκκλησίᾳ Luc. Tim. 44; ἐπιστάτης ἐν τῷ δήμῳ γενόμενος οὐκ ἠϑέλησεν ἐπιψηφίσαι Xen. Hem. 1, 1, 18; Oratt.; τί, über Etwas, Dem. 24, 157; οὐδέν, Xen. An. 5, 1, 14; τὰς γνώμας Aesch. 2, 65; auch τινί, Sp., zur Abstimmung übergeben, Luc. Tim. 44; D. L. 7, 10; τοὺς παρόντας, um ihre Meinung fragen, Plat. Gorg. 474 b 476 a; ἀπόλι ἀνδρί, zu seinen Gunsten Stimmen sammeln, Her. 8, 61. – Med. durch seine Stimme bestätigen, beschließen, ἐπιψηφίζεσϑαι ταῦτα Xen. An. 7, 3, 14, nach richtiger Emend.; Aesch. 2, 68; ἐπιψηφιεῖται ἡ βουλὴ ταῦτα D. Hal. 6, 84; D. Sic. 19, 61; Sp. brauchen aber so auch das act., z. B. D. Hal. 7, 38, οὐδὲν πώποτε ὁ δῆμος ὅ, τι μὴ προβουλεύσειεν ἡ βουλή, οὔτ' ἐπέκρινεν οὔτ' ἐπεψήφισεν, u. öfter. – Pass., τὸ αὐτὸ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ διεπράξατο ἐπιψηφισϑῆναι καὶ γενέσϑαι δήμου ψήφισμα, Aesch. 3, 126; Arist. pol. 5, 1 u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

  • προστίθημι — ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτιτίθημι και προστιθῶ, έω, Α [τίθημι] μέσ. προστίθεμαι συνάπτομαι, ενώνομαι με κάτι άλλο σε ένα σύνολο νεοελλ. φρ. «προστιθέμενη αξία» (οικον.) η διαφορά μεταξύ τής χρηματικής αξίας που εισπράττει μια επιχείρηση από την πώληση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”