ἐπι-χλευάζω

ἐπι-χλευάζω

ἐπι-χλευάζω, verspotten, verhöhnen, τί, καὶ καϑυβρίζειν Plut. Num. 22; καὶ ἐπιγελάω Luc. gymn. 13; Sp. τινί, wie Heliod. 6, 12; absolut, Babr. 82, 4.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στέμβω — ΜΑ κινώ εδώ και εκεί, ανακινώ μσν. κακομεταχειρίζομαι, υβρίζω, χλευάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. στέ μ βω, όπως και οι τ. ἀ στε μ φής «στέρεος, αμετακίνητος», στέ μ φυλο* «πολτώδης μάζα που απομένει μετά τη σύνθλιψη σταφυλιών ή ελιών» και στό μ φος* / στό… …   Dictionary of Greek

  • επιμυκτηρίζω — ἐπιμυκτηρίζω (Α) φυσώ τη μύτη μου για να εμπαίξω κάποιον, χλευάζω («οἱ δὲ πάλιν ἐπεμυκτήρισαν», Μέν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μυκτηρίζω «χλευάζω» (< μυκτήρ «ρουθούνι» < μύσσομαι «φυσώ τη μύτη μου»)] …   Dictionary of Greek

  • επιμωκεύω — ἐπιμωκεύω (Α) χλευάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μωκεύω «χλευάζω» (< μώκος «χλευασμός»)] …   Dictionary of Greek

  • επιστοβώ — ἐπιστοβῶ, έω (Α) χλευάζω, κοροϊδεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στοδώ «χλευάζω»] …   Dictionary of Greek

  • προσεπικερτομώ — έω, Α προσβάλλω με πειρακτικούς λόγους, χλευάζω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπικερτομῶ «χλευάζω, περιπαίζω»] …   Dictionary of Greek

  • επεγχάσκω — ἐπεγχάσκω και ἐπεγχαίνω (Μ) περιγελώ κάποιον με μορφασμούς, τόν κοροϊδεύω κατά πρόσωπο («ἐπεγχανεῑν τῷ τοῡ Μέλητος θανάτῳ», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εγχάσκω «χλευάζω»] …   Dictionary of Greek

  • επικερτομώ — ἐπικερτομῶ, έω (Α) 1. χλευάζω, ειρωνεύομαι, περιπαίζω («τὸν δ’ ἐπικερτομέων προσέφης», Ομ. Ιλ.) 2. πειράζω κάποιον, αστειεύομαι με κάποιον 3. επιπλήττω («ἧκεν ἐπικερτομήσων αὐτούς τῆς ἀβουλίας», Αγαθίας) 4. εξαπατώ, ξεγελώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επι… …   Dictionary of Greek

  • επικωμάζω — ἐπικωμάζω (Α) [επίκωμος] 1. περιφέρομαι στους δρόμους μαζί με άλλους κωμαστές τραγουδώντας και διασκεδάζοντας 2. ορμώ κάπου με συνοδεία άλλων κωμαστών («ὅτε δὲ τῶν νεωτέρων αἴσθοιτό τινας συνευωχουμένους ὅπου δήποτε,... παρεῑν ἐπικωμάζων», Πολ.)… …   Dictionary of Greek

  • επιλωβεύω — ἐπιλωβεύω (Α) χλευάζω («οἱ δ’ ἐπελώβευον καὶ κερτόμεον ἐπέεσσιν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λωβεύω «προσβάλλω» (< λώβη «κακοποίηση, προσβολή, βία»)] …   Dictionary of Greek

  • επιτωθάζω — ἐπιτωθάζω (Α) 1. αστειεύομαι, σκώπτω, χαριεντίζομαι («τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον καὶ [πράως] ἐπιτωθάζων», Πλάτ.) 2. περιγελώ, χλευάζω, περιπαίζω («ἐπιτωθάζων τὸ γεγονός», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τωθάζω «κοροϊδεύω»] …   Dictionary of Greek

  • εφεψιώμαι — ἐφεψιῶμαι, άομαι (Α) εμπαίζω, χλευάζω, σκώπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἑψιῶμαι «διασκεδάζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”