- ἐπι-χαίνω
ἐπι-χαίνω (s. χαίνω), wonach schnappen, gierig verlangen, τινί, z. B. τῷ χρυσίῳ ἐπικεχηνότες Luc. Tim. 18; τᾷ καπνῷ sacrific. 9; a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-χαίνω (s. χαίνω), wonach schnappen, gierig verlangen, τινί, z. B. τῷ χρυσίῳ ἐπικεχηνότες Luc. Tim. 18; τᾷ καπνῷ sacrific. 9; a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χήνα — Κοινή ονομασία διαφόρων στεγανοπόδων της οικογένειας των ανατιδών ή νησσιδών, που ανήκουν κυρίως στα γένη χην (anser) και βράντα (branta). Ειδικά, με την ονομασία αυτό χαρακτηρίζεται γενικά η κατοικίδια χ., οι διάφορες φυλές της οποίας… … Dictionary of Greek