- ἐπι-χαράσσω
ἐπι-χαράσσω, darauf eingraben, prägen, von der Münze, νομίσμασι βοῠν Plut. Poplic. 11; – einschneiden, einkerben, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-χαράσσω, darauf eingraben, prägen, von der Münze, νομίσμασι βοῠν Plut. Poplic. 11; – einschneiden, einkerben, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επεγκολάπτω — ἐπεγκολάπτω (Α) εγχαράσσω πάνω σε κάτι, χαράσσω επί πλέον … Dictionary of Greek
επιγράφω — (AM ἐπιγράφω) 1. χαράσσω επιγραφή («καὶ ἐπέγραψαν ὀνομαστὶ τὰς πόλεις [ἐπὶ τρίποδος]», Θουκ.) 2. δίνω τίτλο σε ένα κείμενο («Ἰλιάδα ἐπέγραψε τῷ ποιήματι») 3. υπογράφω ή επικυρώνω˙|| μσν. 1. φέρω επιγραφή 2. συγγράφω 3. αποφασίζω αρχ. 1. ξύνω… … Dictionary of Greek
χαράδρα — I Oνομασία αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη της Μεσσηνίας, που την ίδρυσε ο Πέλοπας (Πέλωψ). 2. Πόλη της αρχαίας Φωκίδας, χτισμένη σε απόκρημνο λόφο κοντά στη σημερινή Σουβάλα. Την εποχή των Μηδικών πολέμων καταστράφηκε από τον Ξέρξη, αλλά… … Dictionary of Greek