- ἐπι-χραίνω
ἐπι-χραίνω, auf der Oberfläche färben, τὸ σῶμα πρὸς ἥλιον εἰς τὸ Αἰϑιόπειον ἐπιχράναντες Luc. bis acc. 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-χραίνω, auf der Oberfläche färben, τὸ σῶμα πρὸς ἥλιον εἰς τὸ Αἰϑιόπειον ἐπιχράναντες Luc. bis acc. 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιχραίνω — ἐπιχραίνω (Α) προκαλώ αλλαγή χρώματος στο δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χραίνω «χρωματίζω, κηλιδώνω»] … Dictionary of Greek
ἐπιχράναντες — ἐπιχρά̱ναντες , ἐπί χραίνω touch slightly aor part act masc nom/voc pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρίω — ΝΜΑ, και χρίζω Ν 1. αλείφω, επαλείφω, επιχρίω 2. εκκλ. (για ιερέα) αλείφω τον νεοφώτιστο με άγιο μύρο αμέσως μετά την τέλεση τού μυστηρίου τού βαπτίσματος 3. (για ιεράρχη) αναγορεύω ηγεμόνα, αλείφοντάς τον με μύρο, κατά την τελετή τής στέψης (α.… … Dictionary of Greek