- ἐπι-χρεμετίζω
ἐπι-χρεμετίζω, anwiehern, zuwiehern, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-χρεμετίζω, anwiehern, zuwiehern, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπεχρεμέτισαν — ἐπί χρεμετίζω neigh aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχρεμετίζοντες — ἐπί χρεμετίζω neigh pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχρεμετίσας — ἐπιχρεμετίσᾱς , ἐπί χρεμετίζω neigh aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιχρεμέθω — ἐπιχρεμέθω (Α) χρεμετίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χρεμέθω, παράλλ. τ. τού χρεμετίζω] … Dictionary of Greek