ἐπι-φλἑγω

ἐπι-φλἑγω

ἐπι-φλἑγω, entzünden, verbrennen, verzehren; πῦρ ὕλην Il. 2, 445, den Leichnam 23, 52; von der Sonnengluth, ἣν ἐπιφλέγει ἠέλιος D. Per. 1110; πάντα ἐπέφλεγον καὶ ἔκειρον Her. 8, 32; τὴν πόλιν ἐπιφλέξαι Thuc. 2, 77. – Uebertr. πόλιν ἀοιδαῖς, durch Gesänge verherrlichen, Pind. Ol. 9, 24; intr., τῶν εὐφροσύνα καὶ δόξ' ἐπιφλέγει P. 11, 45, erglänzte; – σάλπιγξ ἀϋτῇ πάντ' ἐκεῖν' ἐπέφλεγεν Aesch. Pers. 395, wie wir sagen: entflammen zum Kampfe; zur Liebe, Ael. H. A. 15, 9. – Absol., von der Sonne, glühen, brennen, D. Cass. 59, 7; Luc. gymn. 25.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • επιφλογώδης — ἐπιφλογώδης, ες (Α) αυτός που έχει την όψη σαν φλογισμένη, που έχει φλεγμονή στην επιφάνεια τού δέρματος («ἐπιφλογώδεσιν ἐξερύθροισι χρώμασι», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φλογώδης (< φλοξ < φλέγω)] …   Dictionary of Greek

  • επιφλόγισμα — ἐπιφλόγισμα, τὸ (Α) 1. φλόγωση στην επιφάνεια τού δέρματος, φλεγμονή 2. στον πληθ. τὰ ἐπιφλεγόμενα χιονίστρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φλόγισμα (< φλογίζω < φλοξ < φλέγω)] …   Dictionary of Greek

  • περιφλεγής — ές, Α με φλόγες από παντού. Επιρρ. περιφλεγῶς με μεγάλη φλόγα, με μεγάλη δίψα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φλεγής (< φλέγος < φλέγω), πρβλ. επι φλεγής] …   Dictionary of Greek

  • υποφλέγω — Α [φλέγω] 1. θερμαίνω βάζοντας φωτιά αποκάτω 2. μέσ. ὑποφλέγομαι μτφ. καίγομαι σιγά σιγά («ὑποφλέγεσθαι τὴν καρδίαν ἐπί τινι», Ρητ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”