ἐπι-φθάνω

ἐπι-φθάνω

ἐπι-φθάνω (s. φϑάνω), zuvorkommen, Batrach. 217 aor. ἐπιφϑάς, med. ἐπιφϑασάμενος Suid.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φθάνω — ΝΜΑ, και φτάνω Ν, και φθάζω ΜΑ 1. (για πρόσ. και πράγμ.) καταλήγω εκεί όπου κατευθύνομαι, έρχομαι κάπου (α. «τί ώρα θα φτάσουμε στο νησί;» β. «μέχρι εδώ φτάνει η μυρουδιά τών λουλουδιών» γ. «φθάσε σήμερον γοργὸν νὰ πᾷς στὸν μύλον», Πρόδρ. δ.… …   Dictionary of Greek

  • ἐπαναφθῇ — ἐπί , ἀνά ἀφθάω suffer from pres subj mp 2nd sg (doric) ἐπί , ἀνά ἀφθάω suffer from pres ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἐπί , ἀνά ἀφθάω suffer from pres subj act 3rd sg (doric) ἐπί , ἀνά ἀφθάω suffer from pres ind act 3rd sg (doric aeolic) ἐπί ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναπεμφθῇ — ἐπί , ἀνά , ἀπό , ἐν φθάνω come aor subj act 3rd sg ἐπί , ἀνά , ἀπό , ἐν φθάζω fut ind mid 2nd sg (doric) ἐπί , ἀνά , ἀπό , ἐν φθάζω fut ind act 3rd sg (doric) ἐπί ἀναπέμπω send up aor subj pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… …   Dictionary of Greek

  • καταντώ — και κατανταίνω (AM καταντῶ, άω) περιέρχομαι σε δυσάρεστη θέση ή κατάσταση, φθάνω σε άσχημο τέλος («κατάντησε να ζητιανεύει») νεοελλ. 1. συντελώ ώστε να φθάσει κάποιος σε μια δυσάρεστη θέση ή κατάσταση, οδηγώ σε κατάντια («έτσι τόν κατάντησε το… …   Dictionary of Greek

  • παραγίνομαι — ΝΜΑ και παραγίγνομαι ΜΑ νεοελλ. 1. γίνομαι σε υπερβολικό βαθμό, αποκτώ ιδιότητα πέρα από το κανονικό («παράγινε χοντρός και αρρώστησε η καρδιά του» 2. αποκτώ συνήθεια πέρα από το ανεκτό όριο, ξεπερνώ τα όρια, υπερβαίνω τα εσκαμμένα («παράγινε… …   Dictionary of Greek

  • εφικνούμαι — ἐφικνοῡμαι και ιων. τ. ἐπικνοῡμαι, έομαι (Α) 1. (για δύο αντίπαλους μαχητές) φθάνω κοντά σε κάποιον, πλησιάζω 2. φθάνω 3. εκτείνομαι, απλώνομαι, φθάνω σε κάτι 4. επαρκώ, φθάνω 5. επεκτείνομαι 6. πλησιάζω, προσεγγίζω 7. γίνομαι κάτοχος ενός… …   Dictionary of Greek

  • αφικνούμαι — (AM ἀφικνοῡμαι, έομαι) [ικνούμαι] 1. φθάνω 2. έρχομαι, φθάνω κάπου ή σε κάποιον·|| αρχ. 1. (για πράγματα ή καταστάσεις) απολήγω, καταλήγω, καταντώ 2. (μτφ. για σχέσεις με άλλους) έρχομαι ή φθάνω σε μια ορισμένη σχέση 3. φρ. «ἀφικνοῡμαι ἐπί...» ή… …   Dictionary of Greek

  • εξικνούμαι — (AM ἐξικνοῡμαι, έομαι) φτάνω (α. «ώς εκεί εξικνείται το θράσος του» β. «Φθίην ἐξικόμην ἐριβώλακα») αρχ. μσν. 1. φθάνω κάπου, διανύω μιαν απόσταση («πρὶν τόξευμα ἐξικνεῑσθαι») 2. επαρκώ («ἐφ ἅ δὲ αὐτὸς οὐκ ἐξικνεῑτο») αρχ. έρχομαι ως ικέτης.… …   Dictionary of Greek

  • εφήκω — ἐφήκω (Α) 1. έρχομαι, φθάνω σε κατάλληλη στιγμή («καιρὸν δ ἐφήκεις» έχεις φθάσει στον κατάλληλο καιρό, Σοφ.) 2. (για χρόνο) φθάνω, έχω καταφθάσει («ἐπειδὴ ἡ ἡμέρα ἐφῆκε», Θουκ.) 3. καταλαμβάνω έκταση, κατέχω χώρο («ὅσον ἄν ἡ μόρα ἐφήκῃ» όσο τόπο… …   Dictionary of Greek

  • έπειμι — (I) ἔπειμι (Α) [ειμί] 1. είμαι, βρίσκομαι πάνω από κάποιον («κάρη ὤμοισιν ἐπείη», Ομ. Ιλ.) 2. (για ονόματα) είμαι, υπάρχω πάνω σε κάτι, προσυπάρχω («οὐκ ἔπεστι ἐπωνυμίη Περσέι», Ηρόδ.) 3. (για αμοιβές, ποινές) επακολουθώ («εἰ δ ἔπεστι νέμεσις»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”