- ἐπι-φοινίσσω
ἐπι-φοινίσσω, dass., Arist. physiogn. 6; Theophr.; ἡ λευκότης αὐτοῦ ἐπεφοίνισσεν περὶ τὸ στῆϑος Plut. Alex. 4. – Auf der Oberfläche roth machen, Luc. Amor. 41; Plut. Symp. 8, 4, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-φοινίσσω, dass., Arist. physiogn. 6; Theophr.; ἡ λευκότης αὐτοῦ ἐπεφοίνισσεν περὶ τὸ στῆϑος Plut. Alex. 4. – Auf der Oberfläche roth machen, Luc. Amor. 41; Plut. Symp. 8, 4, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπεφοίνισσεν — ἐπί φοινίσσω redden imperf ind act 3rd sg ἐπί φοινίζω aor ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιφοινίσσω — ἐπιφοινίσσω (Α) 1. κάνω κάτι κόκκινο στην επιφάνεια, κοκκινίζω («ἵνα τὴν ὑπέρλευκον αὐτῶν... [τῶν παρειῶν] χροιὰν τὸ πορφυροῡν ἄνθος ἐπιφοινίξῃ», Λουκιαν.) 2. (αμτβ.) κλίνω προς το κόκκινο χρώμα («οἷς τὸ πρόσωπον ἐπιφοινίσσον ἐστί», Αριστοτ.).… … Dictionary of Greek