ἐπι-φανής

ἐπι-φανής

ἐπι-φανής, ές, erscheinend, sichtbar; ἐφάνη Αἰγυπτίοισιν ὁ Ἆπις· ἐπιφανέος δὲ γενομένου Her. 3, 27; ἦν δὲ οὐκ ἐπιφανὲς τὸ χωρίον τοῖς Ἀϑηναίοις Thuc. 7, 3, vgl. 5, 10. 6, 96; ἐπιφανέστατα σημεῖα, die deutlichsten Zeichen, 1, 21; ῥίζαι μετέωροι καὶ ἐπιφανεῖς Theophr.; von Göttern, D. Sic. 1, 17, wie praesentes, sichtbare Hülfe bringend. – Bes. hervorleuchtend, ausgezeichnet, berühmt, von Personen u. Sachen, οἶκος ἐπιφανέστερος Pind. P. 7, 7, wie οἰκία Her. 2, 72; οἱ ἐπιφανέστατοι νόμοι 5, 26; τὰς γυναῖκας τῶν ἐπιφανέων ἀνδρῶν 2, 89, vornehme Männer, wie Thuc. 2, 43; καὶ καλὸν ἔργον Plat. Legg. VIII, 829 c; Lys. 14, 12; πόλεμος Isocr. 4, 68; οἱ πρὸς τὸν πόλεμον ἐπιφανεῖς Plat. Legg. I, 629 e. – Adv. ἐπιφανῶς, dem κρύφα entgegengesetzt, Thuc. 1, 91 u. A.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευλαβοφανής — εὐλαβοφανής, ές (Α) αυτός που δίνει την εντύπωση τού ευλαβούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευλαβο (< ευλαβής) + φανής (< φαίνω), πρβλ. α φανής, επι φανής] …   Dictionary of Greek

  • ημεροφανής — ἡμεροφανής, ές (Α) ορατός κατά τη διάρκεια τής ημέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + φανής (< θ. φαν πρβλ. ε φάν ην, παθ. αόρ. τού φαίνω), πρβλ. επι φανής, πασι φανής] …   Dictionary of Greek

  • χαμηλοφανώς — Μ επίρρ. κατά τα φαινόμενα χαμηλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο επίθ. *χαμηλοφανής (< χαμηλός + φανής [< φαίνω / ομαι], πρβλ. ἐπι φανής) + επιρρμ. κατάλ. ως] …   Dictionary of Greek

  • θεοφανής — I (1ος αι. π.Χ.). Ιστορικός από τη Μυτιλήνη. Παρακολούθησε τις εκστρατείες του Πομπήιου και τις περιέγραψε, συγκρίνοντάς τις με εκείνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αυτό κολάκευσε τον Πομπήιο, που τον αναγόρευσε, το 61 π.Χ., Ρωμαίο πολίτη. Στον… …   Dictionary of Greek

  • πας — (I) πάσα, παν / πᾱς, πᾱσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ (αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί γ) (αιτ.) πάντα, πᾱσαν, πᾱν, αρσ. και πᾱν 2.… …   Dictionary of Greek

  • τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… …   Dictionary of Greek

  • θεοφάνεια — (I) η (AM θεοφάνεια) 1. η παρουσία τής Αγίας Τριάδος κατά τη Βάπτιση τού Χριστού στον Ιορδάνη 2. η εορτή τών Φώτων, τής Βαπτίσεως τού Χριστού 3. η εμφάνιση θεού στους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φάνεια (< φανής < φαίνω), πρβλ. αληθο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”