ἐπι-φαρμάσσω

ἐπι-φαρμάσσω

ἐπι-φαρμάσσω, von Neuem Arznei anwenden, Achill. Tat. 4, 16.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • επιφαρμάσσω — ἐπιφαρμάσσω και αττ. τ. ἐπιφαρμάττω (Α) μεταχειρίζομαι ξανά ένα φάρμακο («οὐκ ἀκίνδυνον ἐπιφαρμάσσειν τὰ σπλάγχνα ἤδη πεφαρμαγμένα», Αχ. Τάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φαρμάσσω «θεραπεύω με φάρμακα, κάνω φαρμακευτική αγωγή» (< φάρμακον)] …   Dictionary of Greek

  • φάρμακο — το / φάρμακον, ΝΜΑ 1. ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής λειτουργίας τού οργανισμού ή για προφύλαξη από τις νόσους, φαρμακευτικό προϊόν, γιατρικό 2. μτφ. μέσο που χρησιμεύει για την άμβλυνση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”