ἐπι-φύω

ἐπι-φύω

ἐπι-φύω (s. φύω), darüber, darauf wachsen lassen, erzeugen, Theophr. – Med. nebst perf. u. aor. II. act. darauf, daran wachsen, ἐπιφυομένου τοῦ δέρματος Arist. H. A. 1, 10; Theophr.; ἐπιπέφυκε τῷ σήματι ἐλαίη Her. 4, 34; ἐπὶ ταῖς μήτραις ἐπιπέφυκεν ἡ καπρία Arist. H. A. 9, 50; übertr., daran haften, τοῖς πλείστοις τῶν ἀνϑρώπων οἷον κῆρες ἐπιπεφύκασιν Plat. Legg. XI, 937 d; sich fest an Etwas hängen, ἀγαϑοῖς ἐπιφύεσϑαι Plut. educ. lib. 9; festhalten, ἀπρὶξ ἀμφοῖν ταῖν χεροῖν ἐπέφυ Pol. 12, 11, 6. – Auch angreifen, tadeln, τινί, Sp., wie Ath. XI, 507 c; auf dem Nacken sitzen, Plut. Ant. 58; ἐπεφύοντο Alex. 55; von der Jagd, ὥσπερ ϑηρίοις σκύλακες Plut. Luc. 1; ἐπιφύντα νέον ἄνδρα, nachgewachsen, später geboren, Cleom. 16.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐπαναφυῇ — ἐπί , ἀνά φύω bring forth aor subj pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναφυέντος — ἐπί , ἀνά φύω bring forth aor part pass masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναφυόμενον — ἐπαναφῡόμενον , ἐπί , ἀνά , ἀπό ὕω rain pres part mp masc acc sg ἐπαναφῡόμενον , ἐπί , ἀνά , ἀπό ὕω rain pres part mp neut nom/voc/acc sg ἐπί , ἀνά ἀφύσσω draw pres part mp masc acc sg ἐπί , ἀνά ἀφύσσω draw pres part mp neut nom/voc/acc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπανέφυσαν — ἐπανέφῡσαν , ἐπί , ἀνά ἐφύω rain upon aor ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐπανέφῡσαν , ἐπί , ἀνά φύω bring forth aor ind act 3rd pl ἐπανέφῡσαν , ἐπί , ἀνά φύω bring forth aor ind act 3rd pl ἐπί , ἀνά φύζω aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιφύομαι — (AM ἐπιφύω και παθ. ἐπιφύομαι) [φύω, ομαι] 1. παθ. (και μτφ.) φυτρώνω, εκβλαστάνω από κάτι ως σάρκωμα ή εξόγκωμα, ως έκφυση (α. «τὸ δὲ ἱππομανές... ἐπιφύεται μέν, ὥσπερ λέγεται, τοῑς πώλοις, αἱ δὲ ἵπποι περιλείχουσι και καθαίρουσιν ἀποτρώγουσαι… …   Dictionary of Greek

  • στειροφυής — ές, Μ 1. ο εκ φύσεως στείρος, άγονος 2. αυτός που γεννήθηκε από μητέρα η οποία ήταν στείρα επί μακρό χρονικό διάστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στείρος + φυής (< φύω / φύομαι)] …   Dictionary of Greek

  • ύφεαρ — έαρος, τὸ, Α (στους Αρκάδες) ο ιξός που φύεται στα πεύκα ή στα έλατα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη ότι η λ. ὕφεαρ είναι σύνθ. από το ὑ/ὐ*, κυπριακό τ. πρόθεσης ισοδύναμο τού επί, και έναν τ. *φέFαρ αναγόμενο στην απαθή βαθμίδα τής ρίζας τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”